Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Default
Graph
Πρόσωπο
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Συγγραφέας
296
Προβολή λίστας
Εν Κουλουκθιά απ σκοντώθκι κάπγοιους Βλάχους απου ένα ληστή ακούιτι πρώτα τρείς φουρές <Ώχ> κι <Ορά Γιώργου, απ' φώναξι ου σκουτουμένους. ΑΚΟΎΟΥΝΤΙ ΚΙ ΔΥΌ ΤΦΈΚΙΑ ΚΙ Τ'ΑΛΎΧΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΚΛΙΟΎ ΚΙ ΟΥ ΒΡΌΝΤΟΥς ΑΠ' ΚΛΈΣΚΙ (ΕΚΥΛΊΣΘΗ) ΚΆΤ' ΑΠ' ΤΟΥ ΒΡΆΧΟΥ.
Στα Κουκκάλια αχ πάν αφ τ' λάσω ικεί π σκότουσαν οι δκοί μας οι ουμουφάγ <ωμοφάγοι, Ακαρνάνες) τς Γαλάτις βρίσκουντι κουμμάτια απου κόκκαλα κι δόντια κι άμα βρέξ κι βγή ου ήλιους του χώμα λάμω απ' του λίπους. Ικεί άμα κρηθή Μάιου ή Ιούνιο ακούς τα κόκκαλα να σκούζνι. Ιγώ κμήθηκα με ν Τάκ του Τσιτ…
Βόμπρας = τερατώδες τι όν κάτι σα Βρυκόλακας, αλλά μικρόσωμος. Φαίνεται απο τη φράση: "γίνηκε αυτό το πεδί Βόμπρας κι έφαι ούλα τ'αδέρφια τ'" Και λέγεται, όταν απο την οικογένεια (τέκνα) που έφτειασε ένα αντρόγυνο ένα μονάχα παιδί απομένει το πιο μικρόσωμο τ'άλλα πέθαναν ή χάθηκαν κατά ένα…
Οι βουρβουλλάκοι εκατηβαίνναν αφ’τον Άγιο Στέφανο κ’εκουλοίσαν έναμ-περλόι. Εκεί που βγαινε παρα όξου, είδεν τους βουρβουλλάκους ομπρός του κ’εκουλούσαν το μπερλόι κ’εχορεύγκαν ομπρός του κ’ήπαιζζεν ο έανς το μπερλόι και του λέγαν : Το φεσάκι σου το μαύρο τήρα μόλα θα του κάμω. Ο παπάς των είπεν τρε…
Βρουκολάκ γινόντ οι πιθαμμέν απ τς διασκιλάν οι γάτες κι τα σκλιά. Γι αυτό φούντα πιθάν κανένας η πρώτ δλειά είνι να δέσνι τ γάτα κι σου σκλί. Αυτοίν συργιανούσι 'ςτα σκουκάκια κι κεί που είνι οι πλύστις. Αυνούς λένι όττς βρίσκνι μέσ του αλεύρ οι συγγινείς ίσαμι μπουτίλια ,στουκάρα. (πλύστες = νεροχ…
Σ ένας πασσάς είχεμ-μούρκι και δούλους Μώρους είχε σπασμένος-σιτάριν κείεν ονούς Μώρου να του πει πόσα κιόλα σιτάριθ-θα κάμη. Εντός έν εμίλα. Σαν ήρτεν το θέρος, ήκαμε με ''βροχή μεγάλη να του τα πήρεν όλλα τα σιτάρια. Τότες ο πασσάς εσκότωνε τον Μώρον εν οποίος περάση απ'εκεί σκοντάφτει κι βλέπη έν…
Ένας βουρβούλακας λούν πως εκάτομ μόλ-λαγγάδιν της Απιστίας κ’ εβάσταν κ’ ένα τσιμπούκιν κ’εφοβέριζεν τους αθρώπους. Μια βραδυάν επέρασεν ένας να πά ήν Καλαμωτή κ’εφανερώθηκαν ομπρός του ο βουρβούλακας και του ‘λεί, έ, δεν το ξέρεις πως είεν’ημέρα δική σας κ’η νύχτα δική μας; Θα σ’αφήκω να πάς ήδ δο…
Βρουκουλάκι γινόντ οι απουθαμένοι απ'έχνι πουλλές αμαρτίις κι βγαίννι αχ πάν απ του μνήμα σαν φουτιές τ νύχτα κι γι αυτό πκαίννι ς του μνήμα κι τουν καίνι με του λουστό.
Μου ‘λεγεν ου πατέρας μου πως στην Απανάστασι οι Τούρτσοι έτρεχαν εις του χουριό τσι ήσφαζζαν τους ανθρώπους. Μεις σαν του μάθαμεν ητρέξαμεγ για να χουστούμεν. Πλέο καλά ηφάνημ μας να ΄καμε στου Διαπόρι. Του Διαπόρι είν’ έναν νησσάϊ μέσα βαθειά ε’ς τη θάλασσα ως μισή ώρα απού την ακρογιαλιά τσ’ εν ό…
Μια γυναίκα ητσέντα σοίννης ‘ς κην Απουθήκα. Τσι στου τσένταν ακούει τσιγαράδα. Γυρίζζει τσι βλέπει ‘ς τ’ ακρογιάλι μιάν κλεφτούρα τσι δύο αθρώπους νάρχουντα καταπάνου της. Παίρνει δρόμον απού μύηκη σε λαγγάδιν, οπού είσαι κης σι κλέφτες των τσυνηγούσα, μα δεν κην ηπρουκάμναν. Ήφτασε στου Μεροβίγλιν…
Δασκαλόπετρα= Πέτρα παρά την θέσιν χωρίς ένθα κοντά τους χωρικούς εδίδαξεν και εκεί ο ο μικρός.
Αμαζόνα= αντρογυναίκα
Γριάς το πήδημα: Ακτή λίαν απόκρημνος του Αίπους ως ένα βράχον της οποίας προ της κατασκευής της αμαξιτής οδού εφαίνετο τύπος γιγαντιαίου ποδός λεγομένου της Γρηάς, ήτις επήδησεν εκ του ύψους των κρημνών εις τον βράχον και εκείθεν εις την θάλασσαν διωκομένη υπό κουρσάρων.
Τουν ακούτραφου του έδουκι ο θεός κι κεί μέσα φύτιψι ένα καλράκι κι κειό του κλαράκι βγάν φύλλα κι αξέν ου άνθρουπους, κι άμα ο χάρους πάει να πάρ' μ' ζωή κόβ τρύγα απ'αυτούνου, κι άν δεν του κόψ δεν απουθαίν ου άνθρουποας.(τρύγα=ολίγον)
Χριστού η πατούνα: Κατά την παράδοσιν επί βράχου ευρήνται τύπος ποδός.
Οι δώδικα μήνις έβανι καθένας του κρασί μέσα σ'ένα βαγέν κι έβανν πρώτους ου Μάρτς του δκό τ. Τότι είπι 'ς τς άλλς να πγιή αυτός πρώτα του δκότ. Ν'έβαλαν να πγιή του δκότ' κι αυτός το πγιι ούλου. Άμα το δανο οι άλλ τουν αρκίνσασι 'ς του ξύλου κι άλλουτι έκλιγι κι άλλουτι γελούσι. Γι αυτό οι Μάρτς ν …
Ου βασιλκός μρίζ καλά ιπιδή φύτρουσι ικεί που ήταν ου Σταυρός και τουν βλοΐσι ου Χστός.
Ου ήλιους είνι κι αυτός σαν ανθρώπους κι περπατάει μέν ηλιά κι με τα φτιράτ. Έχω πουδάργια κι περπατάει άμα βασιλεύ. Αλλά λέμε οτι βασιλεύ ούτε χώνιτι, αλλά τ νύχτα φαίνιτι σα φεγγάρ' γιατί είνι σκουτάδ'. Ου κόσμος λένι οτι είνι άλλους ου ήλιους κι άλλου του φιγγάρ' αλλά είνι του ίδιου.
Για το Φιγγάρ λένι ότ' έίχ' κ' ίδγια λάμψι με τουν ήλιου κι νιά μέρα θύμουσι ου Ήλιους κι πήρε νιά σβουνιά (κόπρη βοg) κι βάρισι του φιγγάε κι απ' τά τότι ανέμη (έμεινε θαμπό).
Η Γιάνς κ' η Μάρου (Αφροδίτη) βγαίν η Ένας άπου σπερής κι ου άλλους του πουρνό
Τ' αστέρια είνι τα πιδιά του ήλιου κι τ' φεγγαριού κι τ' μέρα δε φαίνουντι γιατί είνι φώς κι αυτούνα είνι μικρά. Τ' άλλου τρανώτερο είνι ου αυγερινός. Αυτήνους του βράδ κρύβιτι τν αυγή. Αλλά αστέρια είνι η αλιτρουπόδα, η πούλια, η γλαριά, ου Σταυρός, κι ο Ιουρδάνς πουταμός.
Η νυχτουκόπους (Σείριος) λέϊτι κι γιλάντζης. Γιατί νιά βουλά οι Τούρκ είδαν τ' αστέρ αυτουνού κι ενόμσαν οτ ήταν η αυγερινός κι ξεκίνησανι, αλλά ήτανι νύχτα κι πέσαν ςτα χέρια των ουχτρών κι έσφαξανι οι Έλληνες.
Για του σμπιθιρκό απού νι ΄ς του βνό κ' είνι κάτ' λιθάργια τρανά, που μνοίαζνι σαν αθρώπ', λέν οτ νιά βουλά κ' ένα κιρό ήτανι νιά γριγιά κ' είχι ένα κουρίτς κι του πάντριψι. Φούντα πήγαν οι σμπιθέρ να πάρνι τ νύφ, η νύφ τα πήρι ούλα κι δεν άφκι τίπουτα ςτουν σπίτ τς κ' έφγι του σμπιθιρκό. Σ' στράτα …
μουνουμιρίδα το έν Χίω Ήλιος είδος μικρού όφεις χρυσίζοντας, περί ου πιστεύεται ότι έχει δύο κεφαλάς κι είναι δηλητηριώδης.
Είνι κάτ φείδια με δγιό κεφάλια κι τα λέν μουνουμερίδις. Αυτά άμα τα σκουτώης κι δεν τα σαββανώτης κι δεν τα θάψις, καθώς λένι, θα πιθάνις 'ς του χρόνου απάν. (μουνουμερίδις= είδη μικρού όφεις χρυσίζοντος εν Χίω ήλεα)
Απάνω στη Σικιλιά είναι μια σπηλλιά τσαί φτάννει απ’ την κορφή ως τον Λαμό τσαί ίνε πώς να ετσεί ετσυλούσαν οι λόρδοι τις λίρες τους. Τσά πολεμήσαν πολλοί να πάμ-μίσα για να τα βρούμ-με λαμιόδη μα σαν επηγαίνναν κομμάτιν κάτω εφύσαν ένας αέρας τσαί σβύννουνταν το φώς τα’ εχαννούνταν.
Τεικεί ς’ γκουρφή ένι ναι πουρνάρα μιγάλ’ κι κείνα τα χρόνια ξισκλίσκι κι κεί μέσα ηύρη ένας έναν τρουβά λιπτά κι ένι ησκουμέν ικείν η πουρνάρα, κι άμα κουντέβ να πιθάν κανένας, νιά βραδυά μωρός, ένα βοόιδ ολονένα τα’ ακούνι που μγγράζ. (ησκουμέν= στοιχειωμένο)
Άμα ρτ’ ού άγιους ί νύπνους κι’ ‘ς πή τουν ντόπου που νι του καλούν μι τα λεφτά, πρέπ, άμα σκουθής να μην πής τίπουτα,αλλά να πάρς ναι κότα ή έν αρνί κι να πάς να του σφάξς ικεί π’ σούπι ου άγιος κι ν’αρχίς να σκάτης. Άμα δε μπάς ν’ ίδια ώρα, χάνουντι τα λεφτά.
Του βράδ’ άμα νειριφτής κάναν άγιου να σ’ λέη ‘οτ’ είνι λιφτά ‘ς ένα μέρους, να πάς ν’αυγή κι να σφάξς ένα κόκουτα κι να σκάψς λάκκου χουρίς να τ’ πής κανινού, γιατί άμα κρένς χάνουντι τα λιφτά. Κι άμα τα πάρς να τα πάς ς’ του σπίτ’ χουρίς να κρένς ς’ στράτα γιατί φεύγνι κι σύ κονντά ησκιώνισι. (εκ …
Άμα ακούς να λέγουν για στοιχειά, να φέρνης τα χέρια σου κοντά στο στόμαν και να φτυής μέσα στα μανίκια σου τρείς φορές.
Όπγιος σκουτώσ του φείδ τ' σπιτιού, θα 'πιθήν άνθρωπος απού μέσ' απ' του σπίτ'.
Άμα στέκισι ικεί κουντά που χτίζνι οι κτίστες κι θέλνι να πάθς, σι θιμιλτώννι τουν ήσκιου κι ύστερα ήπου σαράντα μέρες πιθαίνς.
Στου Μανώλ του Γιουφύρ λένι ότ' είνι θιμίλιου μέμου ένας Αράπς με νιά γναίκα όμουρφ κι άμα έρκιτε κατβασιά σκούζ του κουρίτσ <Ιεράτ, αράπ, του γιουφύρ>
Του στχιό τ χουριού μας είνι φείδ με κέρατα χσά κι το δάνι πουλλοί μέσα σι νια σπηλιά πολύ τρανό. Κει άμα δγώσ κουντά άνθρωπους τουν αρφά απ'αλ' αργά κι λένι ότ' όπγοιος ρίξ μάλλνου σητί 'ς τα κέρατα κι τρανίζ, βγαίννι αυτούνα κ' είνι χσάφ.
Κει τα σπίτια έχνι φείδια κι τα λενί στχιά ή θέμιλα. Κει οιτούνα όπγοιας τα σκουτώσ΄χαλάει του σπίτ.
Νια βουλά μάλλουσι του στχό τ Μαρτλλ μιτ Κερπενισιού κ' έστιψαν τα νιρά δέκα μέρες, απ' συμβάσκαν κι αρκίνσαν κ' έφγαν τα νερά. (εστείψαν=εστείρεψαν)
Σγκουρφή ‘ς του χουρτόμ απ βγαίν πουλύ νερό αχ κάταπον κατ πλατάνια έβγινε ένα στχιό απ’ όιδγι με β’οιδ κ’είχι τρία χρσά κέρατα κι κμώνταν αζ κάτ’ απτά πλατάνια. Κει όπγοτας πέρναγι απου κεί έπρεπε να του καλσπριράη κνούντας του κεφάλ χουρής να κρέν γιατί του ‘πιρνι τα φουνή. Κει άμα δεν τον καλησπέ…
Σι' άλλη μιριά <Στα τρία ρέματα> άχ κάτ' απ' έναν τρανό έλατου, βγαίν ένας γέρουντας μι άσπρα γένεα κι μι ένα τσιμπούκ κι βουγγάει.
Στου χουριό μας μπλατανιά βγαίν μια γρούνα μι τα γουρνούλα τς, έτς κι ς' του Τσατάυλακου, βγαίν νια άλλ γρούνα με τα γουρνόπλα τς, κι του άλλου μικρότερου έχ δγκο κεφάλια και δεν τρώει κανένα μόνον π σκιάζ τουν κόσμου μοναχά.
Σ μπ'ετρ απάνου έχ νια τρύπα κι κεί μέσα είνι ένα στοιχειουμένου μελίσσ. Πήι ένας Λασπιότς νια βουλά να πάρ μέλ κ'έβγανι τέσσιρις τενικέδις μέλ απου μέσα. Κουντά τούπι του στχιό <Ζών> κι αυτός νόμσι ότ το είπαν οι φίλοι τ κι έβγανι κι άλλου τινικέ. Κεί π' κρέμασι κατ τουν τινικέ μι 'ν τριχιά η…
Στη μέσ' του χουριό μ είνι ένας πλάτανους τρωνός κι λέν ότ ήταν απάνου ένα στχιό κι αυτό έβγινι, φούντα πάθινι του χουριό τίποτα, ή βούλιαι ή σειόντα, κι μούγκριζι τρείς βουλές κι ταράζουνταν του χουριό. Έχ σαράντα χρόνια να βγή καθώς βούλιαξι του χουριό.
Κεί 'ς του μπάτου τ χουρτιού είνι ένας πλάτανος κι κεί λέν πως κάθι βράδ βγαίν ένας Αράπς μ'ένα σπαθί. (μπάτου=εις του πάτον (κατώτατον μέρος))
Αγεραγίδες και Αγεράγιδα= στοιχειά των ερειπίων των αποκρίμνων μερών. Αλλαχού της Χίου Νεράιδες ίσως παρετυμολογήθη εκ του αγέρας, καθότι τα στοιχειά καλούνται και αγερικά.
Όσοι γεννηθούν τα Χριστούγεννα σαν πεθάνουγ γίνουνταιν καλικαζζούρια και γυρίζζουν την νύχτα τα Δωδεκάμερα και πειράζζουν τους ανθρώπους. Όσες πάλι κόρες γεννηθούν την ίδια μέρα γίνουνται στρίγκλες με κάτι μμάτια που βγάζζου φωτιές και με κάτι δόνται μεγάλα. Ευτές τρών τους αδερφούς τως. Οι μαμμές τ…
Ένας καρκαζζάνος επήεν εις τομ μύλον του Μαλλιά και του πεννά του κάμη μιάμ πίτταν. Εκείνος του λέ <Τέτοια ώρα, χριστιανέ μου, τι λογιώς θα σου κάμω γω την πίτταν> Εκείνος εθύμωσεν κ'ήχυσεν όλλα τ'αλεύρια κατα γής. Ο Μαλλιάς το κατάλαβεν πως είν όξω κι απο μακριά κ'εκατήβηκεν τη σκάλα κ'ήτρεξε…
Κατσικάες γινόνταιν ετσείνοι που εννηθούν τα Χριστούεννα τσαί υρίντζουν την νύχταν αφ την παραμονήν ως τώφ Φωτών, γιατί φοούνταιν τον αγιασμόν. Είσ σαν αθρώποι αψηλοί, μαλλιαροί τον αγιασμόν. Είσ σαν αθρώποι αψηλοί, μαλλιαροί τσαι λιγνοί. Τα ποράδγκια τως είν' κατσικίσια. Τσ' όποιον απαντήσουν του λ…
Ένας τον έπιασεν ένας κατσικαντάρης και του πε Στούππος γή βόλυμος>. Είπεν του ευτός <Στούππος>. Κι ο κατσικαντάρης εγίνην αλαφρύς σαν το στουππίν κ' ήκατσεν απάνω του και τον επήεν ο άθρωπος 'ς το σπίτιν του. Εκεί τον εδέσασιμ μ'ένα σπαρτόβρουλλον ύστερι του δώκασιν ένασ σιταρικόμ με κουκκ…
Οι κατσικαντάρηδες εμαίννουσιν εις τα σπίτια αφ τόφ φουκλάρον, κι απ'εκεί φεύγουσιν πάλι την παραμονήν των Φώτων. Έρκουνταιν αφ την παραμονήν τω Χριστουγέννων και μένουν όλλα τα Δωδεκάμερα. Για να μη εμπαίννουσιμ μέσα 'ς τα σπίτια, βάλλουσιν εις τα ζζάκιν έναν κ΄'οσκινον, κι ο κατσικαντάρης αρκινά ν…
Οι κατσικαντάρηδες είν' οξαποδώ και γυρίζζουν τα δωδεξάμερα, ώς τωφ Φωτών, κι άμα φωτιστούν τα νερά, μαπίννουμ μέσα 'ς έναν καρυδότσοφλον και φεύγουσιν. Είν' αψηλοί και κοκκαλιάρηδες φορούσιν και καπότταν εις την κεφαλήν. Όποιο δούσιν του λέσιν <Στούππος γή βόλυμος>. Κι άμα πή <Στούππος>…
Ένας επήαιννεν αφ το χωριό 'ς τον Άη-Γιώργην κ'ενυχτιάστηκεν. Έδεκει 'ς την Πλαγιά βλέπει αθρώπους κ' εχορεύγανε. Ετρέξαν και τον επήραν κ' ευτόν και τον εχοροπηδούσαν κ' ετραγουδούσαν "Σκαλικάζζαροι, σκαλικαζζαρούδια, διαβόλου σκορπίματα, διαβόλου μαζζέματα". Έβαλαν κ' ευτόν κ' ετραγούδαν…
Οι καλικαζζάροι είσ' σαν αθρώποι, και γίνουνταιν εκείνοι που γεννειώνταιν τα Δωδεκάμερα. Γι αυτό όποιος γεννηθή ευτές τις μέρες, τον καύγουν εις την αρίδα με το 'νί, για να μηγ γίνη καλικάζζαρος. Ευτοί γυρίζζουμ μέσ' 'ς τις στράτες, κι άμα δούν άθρωπον του λέσι <Στούππος για βόλυμος;> Κι άμα π…
Α) Ονομασίαι: Καλλικατζάροι (Χώρα), καλλικατζάρια (Μαστιχόχωρα), καρκαζζάνοι (=καλλικαντζάνοι), καλλικατζούρια και σκαλλικαντζάροι (Χαλκιός), κατσικαντάρηδες (Καρδάμυλα), κατσικά(δ)ες (Πυργί). Περί του ονόματος καλλικάντζαρος προυτάθηκαν πλείσται ετυμολολίαι. Τούτων η πιθανωτέρα μοί φαίνεται η εκ το…
Κατσικαντάρης= Καλλικάντζαρος
Τα Καλλικαντζούρια βγαίννι απ του Χστού ως τ Σταυρού εις τα Φώτα κι άλλες φορές πιάννι χουρό 'ς τ'αλώνια 'ς τα τρίστρατα κι 'ς του τσουρούς κι χουρεύνι ή παίζνι τουν κούκου, τουν κρυφτό. Άλλις φουρές τρυπώννι 'ς τ'αντζάκια κι καθόντι 'ς τ γουνιές κι κάπουτε πααίννι κι βρέχνι τουν κόσμου 'ς τουν ύπνο…
Γοργκόνα,η νερά θάλασσα τα ψάρια παιδιά της. Στοιχειό κατά το άνω ήμησιν γυνή και κατά το κάτω ιχθύς κατά τας αντιλήψεις των ναυτικών
Γελλού= νεραΐδα
Ένας ήρτεν αφ’ το χωράφιν κ ήταν η γυναίκα του λουχούσα. Ειπάν του ν’ αφήκη τα παπούτσια του όξω και να μπή μέσα, γιατ’ ήταν νύχτα. Ηφηκέν τα όξω κι ήμεσα – μέσα. Επέρασεν κάμποση ώρα κι ήρτεν η Γελλού απ’ όξω και του φώναζζεν. «Έ Κώστα, Κωστή, τα παπούτσια σου ήφηκες οξω, άμμ αν έρτη, και σου τα πά…
Ο Πολλύδωρος ήταν εφταμηνίτες και μια βραδυάν τα Χριστούγεννα τον επέιραν οι όξ'απεδώ και του επήγαν εκ έναν ποταμόν. Εκεί είδεν παιχνίδια και χορούς και το πρωί επήεν και τον επήρεν ο παπάς με το σταυρό.
Ο Χριστός για το χατήριν του γιού του αφήνει όλλους τους αποθαμένους και τα σφαντάσματα αν τριγυρίσουν όλλον τον κόσμον σε δώδεκα μέρες από την γέννησιν του ίσιο με τβ βάφτισίν του. Αυτά τα σφαντάσματα είν’άλλα σα σφήκες, άλλα σάμ μέλισσες και το πιόμ-μεγάλου είσ- σ- σημ-μικρού πολλάκιν και την νύχτ…
Καντσικαντάρης=Καλικάντζαρος
Έχει ήσκιου = είναι καλός, αγεκτός
Εδεκεί στόλ- λιάπυργον ένας είδεν έναν Αρμένην με το κσετόφ-φεσάκι κ'όσον ενίαιννεν κοντά τόσον εμάκραινον κ' ήφτασεν το κεφάλιν του ως τη στέπσι του Πύργου κ' ύστερε πάλι εκόνταινεν κ' εγίνουντας- σαν παιδάτη. Ήπαθε χρυσήν και σε πέντε ημέρες επέθανε. (λιάπυργον= του λιά Πύργος, υπάρχει Πύργος εκεί…
Γελλού ή Γελλούδα= Νεράϊδα
Ένας Χαρκούσης εσηκώθην πολλύ πρωί για να στέση αξόβεργα. Εκεί που 'στεννεν ήκουσε ψαρμουδία, ήδεν και λαμπάδες αναμμένες και κεριά ήσαν Αρμλενηδες κι είχαν λείψανο. Σαν επέρασαν απ'εκεί που ήταν αυτός, ένας Αρμένης του 'δινε- φώς, μα ευτός δεν το πήρε γιατί άν το παιρνε ήθεν να τόγ- χαλάση.
Σι ναι μεριά ‘ς του χουργιό μ απ λένε Ξλουδγιόφρου βγάν κάθι βράδ ναι νιράϊδα μι κατνήλια ‘ς τα χέρια κι όπγιους περάς απου κει τουν κάν κι δεν μπουρεί να περπατής.
Όπγοιος κμάτι μες ‘ς τα ρέματα, τουν πατούν οι νιράϊδες.
Ιγώ πόχου τώρα τόσα χρόνια τσουπάνς, δεν είδα τίπουτα μι τα μάτιαμ, αλλά μ λένι ότ τνύχτα βγαίννι αφαντάσματα κι νιράϊδις. Ου πατέρας μ μου είπε ότ είδι αυτός νιράϊδες κ είχανι κι όργανα, βιουλιά, νταούλια, φλουέρις κι άλλα. Μαναχά είδα μι τα μάτια μ εκεί που πατούν οι νιράϊδις βγαίννι μαντάρτα κι δ…
Στα ρέματα κι ‘ςτ αλώνια χορεύνι οι Νιράϊδις κι άμα πιράς κανένας κι δεν κάν του σταυρό τα τουν κρούνι κι παθαίν. Ένας διάβινι απού έν αλών κι πάϊνι ς τα πρόβατα κι αίκσι τραγούδια. Τότι ήρθε νια γναίκα κι τουν βάρισι νια μπατσιά κι αμέσους στραβώθκι. Ένας άλλους δγιάβινι απού ένα ρέμα κι τουν έκρου…
Α) Τα ξουτκά έρκουντι κι αγγαρίζνι τ νύχτα κατ’ αλλόκουτες φουνές. Απάνου τα μσάνυχτα έρκουντι και κάννι ‘ς τ’ αυτά μ Βίτ, Βίτ. Β) Ισμώμουν ΄ς τα Ισμάμια νια βουλά αντάμα με ν’ αδερφή μ. Ταΐησα κι αγγάρζαν αυτά. Άνξα τα μάτια μ’ τα είδα κι το έλιγα τς αδερφής μ’ «Τα είδες ‘συ» Όχ – μ’ είπι – Τάϊκσις…
Ξωτερικό= φάντασμα, στοιχειό.
Η λάμνια είνι ένα ζλάπ σαν άνθρουπους κ έχ κιφάλ πουλύ τρανό κι κάτ μάτια ίσα μι πιάτα, πουδάρτα σαν πάτιρα, στόματα πουλλά σι όλου του κουρμί, κι τα κόκκαλα απ τς αθρώπς, που τρώει τα μαζών σι νια γούρνα κι του αίμα σι νια άλλ.
Αγεραγίδες= Νεράϊδες (αγερικό)
Άμα ήμαν κουρίτς πάϊνα μι άλλα κουρίτσια να πάρου νιρό τ νύχτα κι κει ‘ς τα βρύς είδα τέσσερις γναίκις απ κάθουντανι κι χτενίζουνταν κι φόβγαμι κι δε μπήραμι νιρό. Άλλ το είδανι να χουρεύουνι κι να τραγδάνι κι όπιοις πέρναγι τουν μάλιβαν μι τς πέτρες. Σι κείν τα βρύς ακόμ βρίσκουντι νιραϊδουσφόντλα …
Στην Κόκκινην Παϊδιά την νύχτα βγκαίννουν από μέσα στηλ – λαγκάδα που έ μια μεγάλη σπηλλιά Καλές Αρκόντισσες και περνούν εις τον ποταμόν και παίζζουν βιολιά, κλαρίνα, λαούτια. Επήεν κ’ ένας παιχνιδιάτορας ο Γέρον Κουμάς και του έπαιξεν που είχαγ γάμον κ εχορεύγκαν κι άμα ετέλεψεν ο γάμος τον επήραν …
Έναν παδίν ήβγεν νύχτα να γυρέψη την πατέραν του με το φανάρι. Κάποιος τον επάντησε στο δρόμον και τον επήρες σ’ ένα χ χάλασμα. Εκεί ήδεν πολλούς αθρώπους, άντρες και γυναίκες κ εκάμναγ γάμο. Του δίναν κουφέττα κ’ ήταν βερβε΄΄ιές και του λίγαν « θες δεθ θες, θα τα φας». Ήλλησεν εφτά μέρες κι επέθανε…
Σαν ησκαίναμε στο χουράφια πούχαμε στ’ Ανθίλια, ου πατέρας μου ήμενεν ετσεί για να δουλεύγη τσ’ ς’ εκέν τα’ ητσοιμήθη μέρος σ’ ένα δ δώμα. Ετσεί κοντά ήταν τσίδγκό ποτάμια. Κην νύχταν ήκουσαμ παιχνίδια στουν έναμ ποταμό τσι λιάϊν είδε δυο γεναίτσες ας’ τουν έναμ ποταμό τσ’ ηπήαινναν εις τουν άλλον τ…
Σ’ έναμ μέρους σ΄κην Πηγήν ένας άθρουπους ήτσοιμούνταν τσ’ ήκουεν να ξενεμίλλουλ-λίρες. Ησηκώθην τσ’ κείνεν κοντά τσ’ είδεγ γυναίτσες να ξενεμίζζουλ λίρες τσι του ‘πα. «Φέρε του μουλάρις σου κουντά να σου το φορτώσουμε, μόνου έχε τον νούς σου, απού πίσου σου θ’ ακούς φουνές τσι μεγάλην ταραχή τσι να…
Σ’ έναμ μέρους στα Κλισμάθκια μια γυναίκα κώλωννε ρούχα τσ’ είχεν αφησμένουν του πιδίν κης σι μιαν άκρη. Άξαφνα ακού’ φωνή. Τρέχει τσι βλέπει του πιδίν κης άρρουστου τα’ έν ημπόρεμ μήτε να κλιάψη. Ηπήεν του στουμ μάγουν να τσι κης είπεν να πάη να τ’ αφήτση στου ίδιουμ μέρους τσι να φονάξη «Έ καλουμο…
Μιαμ φουράν ησήγεν έναλ λεύτερου ‘ς κην πηγήν να θερί η μουναχούς, είχεν τσιόλας μαζζίν του έναμ παγιαύλι τσ’ άμα ην να κουραστή, ην να πγιάνη του παγιαύλιν να πάλλη. Μια βραδειά τσει που παιζζε του παγιαύλι ήρταμ μπρουστά του Μιλιγκάνες τσ’ εχόρεβγαν. Κην άλλην ημέραν τόπεν της μάνας του τσι τσείνη…
Οι Αγεραγίδες πότε παρισιάζζουντας σα γριές μαύρες με μακρυές μύττες κατσουνωτές, πότε σαν κορίτσια κι ασπροφόρες. Εις τοβ βότσον τ’ Ασπιώτη πούχει κάτι σα σπηλλιές βγάννουν αγεραγίδες γριές και τας είδασι οι γειτόνοι πολλές φορές. Εδεκεί παί στο Παμπόρι βγαίννουν ασπροφόρες νέες. Ήμουμ μικρός κ εκα…
Μιαφ φοράν ήταν ένας παππάς τσι πήαινεν να λειτρουγήη ‘ς έναν ξουκλήσσι. Στον δρόμον που πήαιννεν του πάγκησεν μια Μελιγάνη τσι βάσταν τσ’ έναν παδάϊ τσι του ‘πε. «Μου το καΐζζεις απάνου στου μουλάρι;» Ου παπάς κης το κατσεν απάνου τσι σαν το κατσεν του μουλάριο η πείκασει τσι τεσσέριζζεν. Ου παπάς …
Εις τα Βρυσίδια βγαίνουν Γεραγίδες και πιάννουχ χορό κι όποιος τας δη τον τραβούν κ’ ευτόν εις τοχ χορόν ως το πρωΐ και το πρωΐ τον αφήννουσι ξερό. Εις το Ρηχό κάθισμα βγαίννει μια γριά Γεραγίδα και γυρεύγει την αιγάν της και της λεν «Έρκεσαι παραμάνα;» κι όποιος δεν την το πη πεθθαίνει. Εις την Τάγ…
Γέμμενον νερόν. Ίσως εκ του γινομένου νερού, διότι κατά την παράδοσιν το έχουν γευθή από Γεραρίδες κ όστις το πίη βγάπτεται, αν δεν κάμης προηγουμένως τον σταυρόν του.
Αξαποδίτης= εξαποδίτης (εξ από δω= διάβολος). Αντίθεος= διάβολος
Καλαπόδης= ο διάβολος. Ίσως κατ΄ευφημισμόν αντί κακοπόδης.
Πιτσόνης και πιτσονάκι= ο διάβολος – το διαβουλάκι.
Τατσινάς= σατανάς
Απάνου ‘ς του λόγγου είνι ένας άμπλας κι κει λέν πως πήι νια γναίκα κι κει πο παιρνι νιρό ήρθι ναι νιράϊδα κι τς πήρι τς φουνή τς.
Άμα ακούγουντι μέσα ‘ς τα ρέματα τα νύχτα νταούλια, είνι νιράϊδες κι όπγοιους το ιδή πρέπ να ρίξ τρία τφέκια να φηύγνι.
Όπγοιος διαβαίν άπου ρέματα τον παίρννι τ φουνή οι νιράϊδες.
Διάβοτσος, Διάβοντρος, Τζοροβαβούλης= Βεελζεβούλ. Εν Χαλκίω Ζοργοβαούλης. Πιτσόνης= ο Διάβολος.Ίσως εκ του Πίσσα, πισσόνης.
Άμα κοιμάτ' ο άθρωπος ανάσκελα και δεν κάμη και το σταυρόν του, πα ο Σβαρυχνάς με το κόκκινον φεσάκιν και σας πολεμά να τογ γυρίση και τ' αρπάξη το φεσάκιν του, ο Σβαρυχνάς θα του λε “Δος μου το φεσάκιν μου” κι ο άθρωπος πρέπει να του λες “Τάξε μου να σου το δώκω. “Κ' ευτός θα πη “Στο τάδε μέρος θα …
Λέουν πας όνταν την νύχταν πέσης ανάποδα έρκεται ο Βαρυχνάς τσαι σ' αρπά αφ' τα στήθια τσαι σαν προκάμης ν' αρπάξης το σκουφίν του θα πάρης τα γρόσια του, σαδ δεν προκάμης σε κατατρώ με τα νύχια του.
Ξέκομμαν της Μώρας= μαύρη γυνή.
Σαν ήταν το θανατικόν, εβλέπαν εις τον ύπνον των οι αθρώποι τρεις μαυροφόρες. Απ’ αυτές η μια ήταν η Σκουρδούλλα, η άλλη η Χολέρα, κ’ η άλλη η Ευλογιά. Κι όπιον ήγγιζεν η Σκουρδούλλα ηπάθθαιννεν την αρρώστιαν κ’ εγίνουνταμ μαύρος σαν τα ρούχα της και σε τρεις μέρες επέθαινεν. Εγώ εν το ‘φτασα αυτό κ…
Στις Φράκι τον ποταμόν βγαίνει το Κάργαρον του μεσημεριού ένα τσικουράκιν και χτυπά τακ – τακ και πελεκά πέτρες μονάχον του κι οποίον πιτύχη κοντά, πετά κι άμα του (χτυπήση και κάμνη πληγήν, εγ γιαίνει πολλές. [Φράκι= τοποθεσία Σιδερούντος (Φραγή – φραγμοί), κάργαρον= μεσα στην όψι του μεσημεριού]
Ηλιος : Για του ήλιου λέν πας μια φουρά τούπεν η μάνα του να παντρευκή τσαι της είπεν ''Ιγώ έν παντρεύγομαι, γιατί έν όλλες στραβές τσαι έμ- μπορούν να με δούν. Φεγγάρι ς για το φεγγάρι λεν πως είμ- μέσα δγυό πιδάτσα 'ς έναν κοφίνιν τσαι μαλλώννουν. Αστραπή : λέν πως ου θεός πολεμά ν'αίζη φωθειά με …
Στου Παχύ τον Πύργον μέσα το μερημέριν βγκαίννουν κάτι μικρά παιδάκια τσιτσίδια και γυρίζζουγ γύρου γύρου στα δόντια του πύργου κι όποιος το δη στραβώννεται. [Πύργον= τοπωνυμία, τσιτσίδια= γυμνά, δόντια του πύργου= επάλξεις]..
Στην Κόκκαλι εσφάξαν οι Τούρκοι Χριστιανούς εις την Καταστροφήν και λεν ότι πως οι αθρώποι που στέννουν αξόβεργα βλέπουν την αυγήν έναν πασάν με την φαμέλιαν του και βαστά θυμιατόν και θυμιόζζει.
Εις του Μώρου το λογγάδι βγαίννει ένας Μώρος με το τσιμπούκιν του κι όποιος περάση απ' εκεί νύχταν και δεν κάμη το σταυρόν του παθθαίνει. Λέγουν πως ένας γέρος επέρααν απ' εκεί και δεν έκαμεν το σταυρό του και τον εστράβωσεν ο Μώρος. Εις το Μαγαζζί βγάννει μια Γουρούνα με δώδεκα γουρουνάκια λέγουν π…
Βίος, Στυλιανός Σχολάρχου -
Identifier:
846333
Internal display of the 846333 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred