Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Πουλάκης, Δημήτριος Γ.
Default
Graph
Πρόσωπο
Πουλάκης, Δημήτριος Γ.
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας
643
Προβολή λίστας
Κολοκεύτης, ο ή κωλοκεύτης. Συνών. Βρυκόλακας, βουρβούλακας.
Ρουμπώνο τον κίνειο=τρώγω κάτι τι, λίγο όσο για να μη οεινέ.
Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.
Ασφενταμνιώτης= βρυκόλακας, εκ της συνικίας Ασφένταμνος, ινή επί Λευκού οι παλαιοί ότι ήσαν βρυκόλακες.
Παραγγέλοι εις την φράσιν ήδενε παράγγελοι= ήλθεν εκ αγωνίαν θανάτου.
Χριστάγκαθο : είδος χόρτου όπερ κεντημένον εξάγει εδώδιμον αίμα ερυθρόν αίμα.
Μαλλάκια της Παναγίας : ο ύσσωπος.
Γρύλλα -λες = είδος χόρτου, την Πρωτομαγιά κάμνουν δεματάκι, κρεμού εις το παράθυρον ή των θύρων, Μάης καλούμενον βάζαν δε αι γυναίκες εκτός των άλλων και γρύλλα για να γρυλλένην να είνι ανοιχτά τα μάτια του, να μη νυστάζουν)όλον τον μάη, να είναι προκομμένος λέγονται 'ς Μαντελίνες.
Ξυνολατός (Κύθηρα) πλήθοςδιαβόλων που βγαίνουν και κάννουν πομπή και κρότο μίζουρνάδες εις τα λαγκάδια. πχ Είδος το ξυνολό στα λαγκάδια. Μάν έβγη, περνάει ο ξυνολαός
Περγαλιό = δαιμόνιον που πνίγει τους ανθρώπους
Ανάραχο (Κύθηρα) η ψυχή, ολίγας ημέρες πριν τον θανάτου τινές πηγαίνη στα σπίτια 'ς φώναζει το ονόματα των συγγενών και κάνει ζημιές, εναποδογυριζεί τα τεντζέρια τούτο λέγεται ανάραχο
Παρμένος=λωλός, τρωτός, Παρμενοσειρία η=τρελή γενεά, γενεά ή φαμελιά λωλών, που έχει πολλούς λωλούς
Κολλητσαρδοί = καλικάντζαροι, λυκοκάντζαροι, τσιλικροτά
Καλοτσουράδα, η= Νηρηΐς
Ανεμογαζού, η= Νηρηίς (σημαίνει και ανεμοστρόβιλος αυτ.) ιδ. Και Καλοτσουράδα.
Παππούς (ο)= διάβολος
Παππούς, ο= Διάβολος (στην απειλή): «θα σε στείλω στον παππού σου» = «…..στο διάβολο»
«Έτσινας, ο = δαίμων. Πρωτοέτσινας, ο = ο αρχηγός των δαιμόνων. συνων. πρωτομεγάλος. Μεγάλος, ο= δαίμων.
Σκατόφωλος: ο Διάβολος
Διάβολος.συνώνυμ. Δαίμονας, διαβατικός, καταραμένος, ξαποδίτης, ντόπιος (Κεφαλληνία) διάτανος, έτοινας, πρωτοέτοινας, πιοτομιαμένος (Τοσομές)
αραπόμοιρος, -η, -ο= δύστηνος, ταλαίπωρος
Μοιρινό μου ήτανε να ...= μοιραίον ήτο, πεπρωμένον.
Μεραστικό= τυχερό, αν είναι μεραστικό= πεπρωμένον.
Το καλό γυρεύει ο Γιάννης, το καλό θέλει τον εύρει
Αλλού βροντούν οι κανονιές κι αλλού χτυπούν τα βόλια
Ακριβός στη στάχτη και φτηνός στ' αλεύρι
Εκατοντάρικο αυγό
Δαγκάνω ένανε στ' αυτί
Εγλύτωσεν από του διαβόλου τα σκατά
(Ο τάδες είναι) του δαιμόνου ποδάρι
Θα του διαβάσω το αναπαψημάρι
Ηγενήκαμε τα σούζουρα τα μούζουρα
Σουβλιά και καλαπόδια
Ροόμπωμά σου, χάρχαλά σου, τα τριά σαββάτα πάνω σου
Αλαγάριαγος πραματευτής, καθάριος γαϊδοράρις
Ο ένας βάνει τή λάσπη κι' ο άλλος τό χαλίκι
Πάρε με και ρίξε με στου χειρότερού μου εδικού
Το δικό σου μολύβι βουλά, το δικό μου δε βουλά
Του ήλιου κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας
Με τον ιδικόν σου φαε πιέ και κοινασία μην κάνης
Γλείφει τα κεραμίδια
Τον έχω κινόπλακα
Πιάνω το Θεό απ' το πόδι
Έχει ο κούρος βρακί;
Ηύραμε κ' κάτσσαμε και θέμε ν' ακουμπήσωμε
Κάθε πόρτα τα σφυριά της κάθε μιά τη μανταλιά της
Ήμπα από τη μια και ήβγα απ' την άλλη
Τόχει ο αναραχό του
Ηύρε λουλούδι να πάρη μέλι
Ο πόχει αιτιά και κρύβεται με την αιτιά πηγαίνει
Βάνω τα νύχια μου στ' αλάτι
Να μη θέλης, πορδού μ', καγκιόλια!
Το κουρούπι γελάει το τσουκάλι
Γύφτικο σπίτι χαλάει και βιό λογαριάζεις ;
Ένας το βλέπει κ΄ δέκα ξερνούνε
Τόνε ξανοίγω από νερό ως αλάτσι
Νερό πίνει
Τρέχει στα νερά (τινός)
Πάει κ' έρχεται
Του κλέφτη του χρουστεί καθένας
Κάνω τη μύξα μου νεύρο
Κάλλια η μάμα μου πάρα η μάννα μου
Το τσουνιάρικο μουλάρι σε παραχωριό πουλειέται
Αυτός είναι από κείνα τα μακρομούτσουνα
Θα σε βάλουνε στο βασιλοσκάμνι
Αγιάζω και βλογώ
Ακριβός στη στάχτη και φτηνός στ' αλεύρι
Της αδικιάς τ' αλέσματα σε ποντισμένο μύλο
Σαν στο βρύχαλο
Ή ο βράχος ή ο βλάχος
Αλεστικά, φουρνιάτικα κι ο νοικοκύρης άδειος
Τ' αυγό ρουφά και πάλι γερό 'ναι
Το ήμερο τ' αρνί βυζαίνει δυο μαννάδες, το άγριο ούτε τη μάνα του
Άδεια είχε το μουνί να παίζη με τη ψωλή τη τζελίκα
Αντίς να τρίζη τ΄αμάξι τρίζ' ο αμαξολόγος
Τση κουφής το παιδί ποτέ δεν κλαίει
Απλόχωρη καρδιά
Αν ψωνίζης από με καράνι θα μου κάμης;
Έκαμαμε το κοφίνι καμπάνα
Την έκαμε χρυσή κι άγια να ...
Το κακό θέλει αντίκακο
Ο καθούμενος και ο στεκούμενος ένα χαράτσι πλερώνουνε
Στ' αναίτριχο στέκομαι.
Κάμε το σταυρό σου να βγάλεις το μάτι σου.
Σαβανοσούρνω
Πέφτω στα άταφα (ή άνταφα)
Πιάνω ενός τα σάλια
Ο παπάς σπίτι σε σπίτι κι' οι άλλοι στο δικό του σπίτι
Ούτε κουντουρό σκυλί δεν βγαίνει έξω
Ίντα σε κόφτει εσένα;
Ότι είπαμε νερό κι αλάτι
Τέτοιες αξίνες δεν τες σέρνει το ποτάμι
Του άλλαξα όσα μπορούσα
Ένα ξέρει ο γάϊδαρος και δυο που τόνε κάμνει
Εγώ πουλώ τη μάνα μου και ποιος την αγοράζει
Εγώ τό πλέρωσα τής εκκλησιάς τό κερί
Στη μέσ' είν' η πίτα
Παίρνω από το μόδι σπυρί
Είχαμε σκύλο κι εβόθαε του λύκου
Βαρώ τα παλαμάκια για έναν
Πουλάκης, Δημήτριος Γ. -
Identifier:
168347
Internal display of the 168347 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred