Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.

Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Παραδόσεις ΚΕΕΛ
  3. Πουλάκης, Δ.
  4. Ικαρία
  5. 1924
  6. Ελληνική - Κοινή ελληνική
  7. gre
  8. Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
  9. https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
  10. Παραδόσεις
  11. Παραδόσεις ΛΖ΄- ΜΕ΄
  12. Αρ. 491, σελ. 109, Ικαρία, Δ. Πουλάκης
  13. 491
  14. Αρχείο χειρογράφων
  15. Ιδιος αριθμός ψηφιοποιημένου
  16. Παράδοση ΛΖ
  17. 261804/Ικαρία