Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.
Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς.
Τσικαρίζω=σχίζω με το τσικούρι τον βουρδούλακα (=νεκρόν άλειωτον) και βγάζω την καρδιά του, την οποίαν καίαι, ίνα μα ι βουρό πειράζει τους ζωντανούς. - Identifier: 542375
Internal display of the 542375 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)

Loading..