Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».
Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».
Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό». - Identifier: 536853
Internal display of the 536853 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)

Loading..