Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».

Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Παραδόσεις ΚΕΕΛ
  3. Πουλάκης, Δημ.
  4. Αμοργός
  5. 1924
  6. Ελληνική - Κοινή ελληνική
  7. gre
  8. Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
  9. https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
  10. Παραδόσεις
  11. Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄
  12. Αρ. 1146, σελ. 129, Δ. Πουλάκης, Αμοργός, 1924
  13. 1146
  14. Αρχείο χειρογράφων
  15. Παράδοση ΚΣΤ
  16. 265141/Αμοργός