Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Πουλάκης, Δ.
Default
Graph
Πρόσωπο
Πουλάκης, Δ.
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας
147
Προβολή λίστας
Χαροκουβαλώ : ίσως θα πή : κουβαλώ νερό του Χάρου = ψυχομαχώ.
Λένε πως μια γυναίκα, βλέποντας ένα σκεπάρνι που ήταν κρεμασμένο πάνω από του παιδιού της την κούνια, δεν έβγαλε το παιδί της από την κούνια, παρά το έκλαιγε, λέγοντας άχ! Το σκεπαρνοκομμένο μου!
Όποιος είναι πίσω μου να πιή και να πορδοκαταπιή''. Τους στίχους τούτους λένε πως τους είπε ένα κορίτσι αφού πρώτα έκλασε. Για την κακή της τύχη ήτανε πίσω της ο διάβολος και κατάπιε τον πόρδο.
Πελεκαπείνα χωριό της Κρήτης. Έγινε από τις προστακτικές πελέκα και πείνα. Του καιρό όπου ήταν η Κρήτη Τουρκιά, κάποιος Ρωμιός που πελεκούσε πέτρες να χτίση σπίτι ένας Τούρκος, είπε πως πεινά. Ο Τούρκος αποκρίθηκε με θυμό: «πελέκα, πείνα, βρε!». Από το περιστατικό τούτο ο τόπος εκείνος πήρε τ’ όνομα…
Ο λαός έχει την ιδέα πως ήτανε ένα καιρό άνθρωποι ψηλοί, που ο όρκος τους ήταν: «μα το σκόνταμα!» επειδή άμα σκόνταφταν κι’ έπεφταν εσκοτώνοντο.
Ανεραδιασμένο (παιδί): πιασμένο από ανεράϊδες. (κουτό, ζαβό)
Αλλαμένος, (ο,η,το)= αδυνατισμένος, πιασμένος από ανεράϊδες (νεραδιασμένος), άσκημος. Ο Τάδες είναι πολύ αδύναμος, σαν αλλαμένος είναι = σαν νεραιδιασμένος. Στον Τσεσμέ το λένε αλλαχτό (το) «Ο Τάδες είναι σαν αλλαχτό».
Οι πολλές μαμές βγάνουν το παιδί στραβό
Ξυνα περσνα σταφύλια
Ε, που μας πάνε οι στραβοπαπάδες!
Φλετρίζει το μάτι μου
Αύριο κλαίν το Γιάννη
Τι πήγες κι είπες κι' έλεγες, Πως πήγα κι' είπα κι' έλεγε, Κι' επήγε κι' είπε κι' έλεγε;
Θα πας να πης τα πρώτα;
Θαρρείς πως ηπεσένε κομήτης στο τάδε μέρος
Τον έκαμα μπίδι
Κάθεται στα φράγκα (ο τάδες)
Ηπετάχτηκε σαν την ατσίδα [να μιλήση]
Κάνω μύτη από κόκκαλο
Πότε πήττα και λαρδί, πότε πήττα και χασκί
Πηδώ τες τρείς
Όποιος κενεύεται, πολλά στερεύεται
Την εβδομάδα που δεν έχει Σάββατο
Εγέλασαν και τ' αυτιά του άμα είδε λεφτά
Μη γυρεύεις της μάννας σου τα χάδια
Ο Απρίλης ο γλυκύς, έφτασε, δεν είν' μακρύς
Ο τάδε κουβαλεί της γυναίκας του τ΄ αθάνατο
Ώσπου να πης κύμινο
Εμείς θα πούμε την ψείρα μπούμπα
Ίσια της μύτης του ξέρει, παραδίπλα δεν ηξέρει
Τάχουνε στο παγκί
Ο ένας ξείδι κι' ο άλλος καπνιά
Θα σε βάλη στον ίσκιο
Βουλιάζομε σα θαλασσόξυλο
Μου πήρε ο γαμπρός μου και τα ξυλοκεράμιδα του σπιτιού μου
Ποιός θά κάμη την τάδε δουλειά; - Ο μακρώς Μώρος;
Ας ήμουν ήλιος και ζέσταινα όλον τον κόσμο
Τον βλέπουν σα σπασμένο ασκί
Μόνο για μας είναι παντού γκρεμνά και βράχια
Νάχα το Δεσπότη άντρα, θάκανα το τάδε πράμα
Ο Θεός αρφανά κάνει, μ' άμοιρα δεν κάνει
Ο Τάδε είναι και πήττα και σπανόπηττα
Ο τάδες ξυέται εκεί που δεν τον τρώει
Τι το κάμαμε; Τσιριγώτικο μουνί;
Κλαίνε τα ρούχα για κορμί, και το κορμί για ρούχα
Τον είδα τον τάδε σε κακά νερά
Επήγε στο γάμο σαν παρακούτελο
Έκαμες την εκκλησία, κάμε και τ' άγιο Δήμα
Θα φκιάσωμε μύθο
Πε ένανε σαράντα φορές στραβό, να σηκωθή το ταχύ ν' αλλοιθωρίζη
Εμαλλώσανε κι εγινήκανε κουτρουλοκουβάρι
Καλά και του καλού
Κι' ο ένας κακό χωράφι, κι ο άλλος κακό δραπάνι
Γνωρίζει η φακή τ' αγγειό της
Δευτεροπαντρειές, γομαροκολιγιές
Πως γελάν το γόμαρο και σαμαρώνουν τη γάτα
Όποια παίρνει πολλές μαμές, βγάζει το παιδί στραβό
Τρέχε λίπα στον παστό
Αρχόντεψε ο αϋφαντής και πάει στα ουράνια, και κρέμοντ' απ' τον κώλο του μασούρια και καλάμια
Λέει τα λόγια του απ' το σωρό κι από την τρακάδα
Τ' αδέρφια εμαλλώνανε κ΄οι τρελλοί πιστεύανε
Επέρασε κόσμος λύσε – δέσε
Πιάσκα (πιάστηκα) με τον παπά
Ζήσε, κακοπόρεψε, νάρθη Λαμπρή ν' αλλάξης
Ζυγίζει και σύκα και μήλα
Τόδωσα το (τάδε) πράμα, σα λουλούδι
Ξεκαπνίζει το σπίτι του
Πίσω είναι τ' απίδια με τις μακρυές οργιές
Θα πέση το παγωνόφτερο σου αν κάμης το τάδε πράμα;
Αυτή η γυναίκα είναι σαν μπαρέκος
Εσύ έβαλες τη μύξα στο μαντήλι
Σήμερα εσηκώσαμε το μωρό της Ανέττας
Περισσεύει από το λύκο να φάη κι' ο Κολοβός;
Δε μιλεί αυτός, μιλεί το πολυστέφανο
Θα πας να ρίξεις την κούπα;
Δεν δίνει μήτε του αγγέλου του νερό
Κάλλια 'χω να με πάρουνε εξηνταδυό διαβόλοι παρά να μην έχω παρά, να ξημερώνη σκόλη
Πότε πρόκοψ' η Μαγδάλω; Το Σαββάτο το μεγάλο
Ανάβανε όνομα, να ιδής πρόσωπο
Κοντή γυναίκα νόστιμη, ψηλή χαραμαντάνα, κοντός ο άντρας μπίθλακας, ψηλός έχει τη χάρη
Είπες τ' όνομά του; Ετοίμασε και την καρέγλα του
Θα τους περάση το μουνούχισμα
Δε δίνει μηδέ του αγγέλου του νερό
Εδιάλεγα, εδιάλεγα, πήρα το γληνοκέρι
Εσένα θά σού δώκουμε της οχτωβύζας την κόρη
Τον έχουν σα σπασμένο ασκί
Αυτός είναι κλαψομάρτης
Το πρωΐ νηστικός και το βράδυ κορομπλιασμένος
Τ' άστρα πιάνει
Ηύρεν η γροθιά την άλλη γροθιά
Απ' όπου περάση ο τάδες θαρρείς πως περνά κομήτης
Ο κόσμος με τον κόσμο κι' ο τάδες με το τάδε πράμα
Τον έχουνε μύθο
Της Αγιά Μαρίνας πάει το κουτρουλό στ' αμπέλι
Ο τάδες δε δίνει μήτε τη θέρμη του
Την πορδή σου να κάμης δύναμι
Εγώ σου λέω νάχης χίλια πρόβατα, σα δε θές, μήδ' οργιά
Αλλού τρίβουν τα λάχανα κι' αλλού φτιάνουν την πήττα
Αλλού βροντούν οι κανονιές κι' αλλού χτυπούν τα βόλια
Επήγε ακάλεστος στο γάμο
Πουλάκης, Δ. -
Identifier:
172022
Internal display of the 172022 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred