Χαμοφτερουγισμένος.

Χαμοφτερουγισμένος.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 65
  5. φτήνεια-χαρτωσιά
  6. Συρτάρι 65
  7. Λ.Α. 491, σελ. 117, Κάμπος Αβιάς, Μάνη, Δ. Πουλάκης.
  8. 491
  9. 1910
  10. Αρχείο Χειρογράφων
  11. χαμοφτερουγίζω
  12. Πουλάκης, Δ.
  13. Κάμπος Αβίας Μεσσηνίας
  14. πικραμένος, πχ. όταν δεν έχει τις λεφτά.