Μου είχε πει η κυρά-Μανωλού - μια αγαθή γρηούλα γειτόνισσα - που δεν είχε - καθώς έλεγε - πάει ποτέ της σχολειό και δεν ήξερε ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη, ότι "στους πρόποδες του Ταΰγετου, κοντά σ' έναν παλαιϊκό μύλο, που τώρα πια δε δουλεύει, βγαίνει κάθε παραμονή Χριστουγέννων, στις δώδεκα …

Μου είχε πει η κυρά-Μανωλού - μια αγαθή γρηούλα γειτόνισσα - που δεν είχε - καθώς έλεγε - πάει ποτέ της σχολειό και δεν ήξερε ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη, ότι "στους πρόποδες του Ταΰγετου, κοντά σ' έναν παλαιϊκό μύλο, που τώρα πια δε δουλεύει, βγαίνει κάθε παραμονή Χριστουγέννων, στις δώδεκα …

  1. Μου είχε πει η κυρά-Μανωλού - μια αγαθή γρηούλα γειτόνισσα - που δεν είχε - καθώς έλεγε - πάει ποτέ της σχολειό και δεν ήξερε ούτε να γράφη ούτε να διαβάζη, ότι "στους πρόποδες του Ταΰγετου, κοντά σ' έναν παλαιϊκό μύλο, που τώρα πια δε δουλεύει, βγαίνει κάθε παραμονή Χριστουγέννων, στις δώδεκα ακριβώς τη νύχτα, "και πρέπει να το ξέρης παιδάκι μου ότι τουτ' η ώρα, ή μεσημέρι ή βράδυ, δεν είναι σαν τις άλλες. Τούτη την ώρα βγαίνουν τα φαντάσματα, γίνουνται τα μάγια και βγαίνουν τα στοιχειά" αυτή λοιπόν την ώρα βγαίνει ένας ολόμαυρος Αράπης χρυσοντυμένος, που σέρνει πίσω του αμέτρητα χρυσά φλουριά. Αυτός είναι στοιχειωμένος, από τον καιρό της Τουρκοκρατίας, που τον είχε βάλει εκεί ο Ιμπραήμης να του φυλάη το θησαυρό. Κάποιος χωρικός τον εσκότωσε, κι επειδή έλαχε να 'ναι παραμονή Χριστούγεννα, εστοίχιωσε. Από τότες βγαίνει κάθε νύχτα της ημέρας εκείνης στις 12 για να βοσκήση το θησαυρό, που όσο πάει και πληθαίνουνε τα φλουριά. Χαρά σ' εκείνονε, που θα ντόνε συναντήση εκείνη την ώρα και θα του πη δυο καλές κουβέντες. Θα ν' τόνε γιομίση χρυσά φλουριά, γιατί έχει γίνει πια βασιληάς του πλούτου ο στοιχειωμένος Αράπης. Μήπως δεν έγινε πάμπλουτη μια φτωχή γυναίκα τον καιρό της δικής μου γιαγιάς; Ήτανε η μαύρη η φτωχή εκείνη γυναίκα μέρες πολλές νυστική κι κείνη και τα αέξι ορφανά της κορίτσια. Επειδή εφτάνανε τα Χριστούγεννα, επήγε στον Ταΰγετο να κόψη ξύλα για να ξεσταθούνε τουλάχιστο, αφού δε θάχανε να φάνε. Απ' το πλύ κρύο όμως άργησε να ν' τα κόψη κι έτσι 12 η ώρα βλέθηκε με τη ζαλιά στη μπλάτη, στο δρόμο. Εκεί λοιπόνου στο μύλο συνάντησε τον Αράπη, που από τη λάμψη που κάνανε τα φλουριά θαμπώθηκε. "Γεια σου χαρά σου ξένε" του λέει και τρέμοντας απ' το κρύο προχωράει. Η ζαλιά όμως τη βάραινε πολύ και την άφησε λίγο να ξεκουραστή. Τα να ιδή τότες. Αντίς για ζαλιά, είχε ένα σακί φλουριά. Συλλοΐσου παιδάκι μου τη χαρά της, που από μπίτι φτωχή έγινε η πιο πλούσια του χωριού!... Ήτνανε βλέπεις και πολύ καλή γυναίκα γι' αυτό τη βοήθησε ο Θεός!"
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Ακαθόριστα
  4. ΚΕΕΛ, χφο. 2159, σ. 2-3
  5. 2159
  6. Αρχείο Χειρογράφων
  7. 1955
  8. Ελληνική - Κοινή ελληνική
  9. Ελληνικά
  10. Μη προσδιορισμένη
  11. Παραδόσεις
  12. Ιμπραήμ πασάς; Αράπης
  13. Μαυρίκι
  14. Φοιτητική εργασία (λαογραφικό φροντιστήριο)
  15. κυρά-Μανωλού
  16. Λακωνία.
    Τριφυλία
  17. Γλεντή, Αθανασία
  18. Ελληνική Επανάσταση
  19. Ταΰγετος
  20. Εκστρατεία Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο / Θησαυροί
  21. Πληροφορήτρια: κυρά-ΜανωλούΦανταστατική ιστορία με θησαυρό που τον φυλάει αράπης, στόρυ γνωστό από πολλές άλλες εκδοχές, στο οποίο όμως εμπλέκεται ο Ιμπραήμ. Δείχνει ότι ο Ιμπραήμ και η εκστρατεία του στην Πελοπόννησο επηρέασαν ποικιλοτρόπως τη μνήμη και μετασχημάτισαν/ανανοηματοδότησαν πολλά υπαρκτά αφηγηματικά μοτίβα.