Δεν το φτάνω, όσο κι αν τεντωθώ ( ή ζαννυσθώ)

Δεν το φτάνω, όσο κι αν τεντωθώ ( ή ζαννυσθώ)

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 64
  5. φέρνω-φτηναίνω
  6. Συρτάρι 64
  7. φτάνω
  8. Λ.Α. αρ.2285, σ.82, αρ.5, Αντ. Μανούσου
  9. 2285
  10. Αρχείο Χειρογράφων
  11. Μανούσος, Αντώνιος