Φουσκώνει σα γάλλος.

Φουσκώνει σα γάλλος.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. Μη προσδιορισμένη
  4. 64
  5. φέρνω-φτηναίνω
  6. Συρτάρι 64
  7. φουσκώνω
  8. Αρχείο Χειρογράφων
  9. Λ.Α. αρ. 3, 1377, Χ. Κορύλλος, Πάτραι.
  10. 3
  11. αλλαζωνεύεται.
  12. Πάτρα.
  13. Κορύλλος, Χρήστος