Που τρέχει, σκουντάβγει.

Που τρέχει, σκουντάβγει.

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Ελληνικά
  3. τορνέσι-τρώγω
  4. Μη προσδιορισμένη
  5. Συρτάρι 62
  6. 62
  7. τρέχω
  8. Λ.Α. αρ. 1357Α, σελ. 28, Ε. Ιωαννίδης, Αμοργός, 1876.
  9. 1357Α
  10. Αρχείο Χειρογράφων
  11. 1876
  12. σκουντάφνει.
  13. Αμοργός
  14. Ιωαννίδης, Εμμανουήλ