Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ
Default
Graph
Πρόσωπο
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας
1008
Προβολή λίστας
Ο εν κακίαις γηράσας
Του κακού κακό θα το 'ρθη, του καλού καλό θα το 'ρτη
Ο καιρός περνοδιαβαίνει κι η κακομοιριά 'πομένει
Ως του θωρείς τον καθρέφτη θα σε θωρή
Μουζόνει και την πόρτα και τρώει και την κότα
Πα ο καιρός που δέναν τους σκύλους με τα λουκάνικα
Πονηρός ειν' ο καιρός, πονηρέψου, να περνάς
Χωρίς τόν έναν παράν, οι 39 γρόσι δέν γίνουνται
Ψώρ' ακούς στη γειτονιά σου; Ψωροβότανον 'κονόμα
Χωρίς να δοκιμάσουν το μήλον, δεν το ρίχτουν
Του βγενικού εκράξασιν, κι' οπού 'χε απηλοήθη
Σού' παν δέσε το γάδαρον, δέσε τον κι' ας ψοφήση
Σάν κάμουν οι ελιές κρασί, θά βάλη κι' ο Μάρκος γνώση
Τ' αρνίν που βλέπει ο Θεός, τον λύκον δεν φοβάται
Στής λεύτερης τήν πόρταν κατουρεί κι' ο γάδαρος
Που διαλέει την λαγάρα, παίρνει την παπάρα
Πάαινε να θυμιάσης, νάρτω να προσκυνήσω
Μηδέ παράν δεν έχει ν΄ αγοράση σκοινί για φούρκα
Μηδ' όλα του γιατρού, μηδ' του γιατρού καένα
Μήδε λίον δρόμον του δωκε, μήδε πολύ
Κάλλια να χαλάσης το θέλημα των ανθρώπων, παρά το θέλημα του Θεού
Κάλλιον ένας κακός χρόνος, παρά ένας κακός γείτονας
Η νύφη προυκιά δεν είχε κι΄ απανωπρούκια γύρευε
Πουλιά κι αυγά
Ξέρεις να σφάξης; Λέ ξέρω, ξέρεις να γδάρης; Λέ όχι, Λέ δα, μηδέ να σφάξης δεν ξέρης
Έχεις Θεόν; -Λ' έχω. -Έχεις και χαμοθεό; -Λ' όχι. -Λ' ἀ δε, μήδε Θεόν δεν έχεις
Οφείλομεν ημείς οι δυνατοί τα ασθενήματα των αδυνάτων βαστάξειν
Τα δικά σου 'ναι σύκα και πλακώνουνται, τα δικά μου είναι καρύδια και βροντούν
Η μάννα σου κι η μάννα μου σ'ενα ήλιον επλώθαν τα ρούχα των
Αντόν πονεί του γειτόνου η κοιλιά, τρίψε και συ την εδική σου
Του Οβρι΄΄ον όπου κι αν χτυπήσης, όλον το μάτιν του φωνάζει
Ο ερχομός ήτον δικό σου, μα το φευγιόν είναι δικό μου
Δεν ήθελεν κ' η κατσίκα να σφαή, μα γίνην τσικκουδάκι
Που δεν φοβάται την θάλασσα, μήδε τον θεόν δεν φοβάται
Θέέ μου, και πως βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα!
Η θάλασσα δεν ηξαίρει χωρατά
Σού μπιστεύτηκα τά γένεια μου κι' από τρίχα νά γίνω σπανός
Είπα νάχης χίλια πρόβατα, μα σαν δεν θέλεις μηδέ νοριά
Αν είχεν η γουρούνα μας γένεια, θα την έλεα παππού
Πασανείς γυρεύγει για τον εαυτόν του
Ένας ποντικός τρώει τό ψωμί, μά λέν οι ποντικοί
Οπόχει κανείς το θάρρος του, βρίσκει τον χάρον του
Εκείνον πόχει καθανείς είναι το καλύτερο
Ο πηλός αν δεν δαρθή, κεραμίδι δεν γίνεται
Αν δεν σου ζηεύγη κανείς, δεν λέει το κακό σου
Η θάλασσα κ' η φωτιά χωρατά δεν θέλουν
Ο Θεός εβαρέθην εμέναν και εγώ τον Γιάννη
Οπού πολλά διαλέει, στ' αποδιαλεούδια μένει
Που δεν περάση θάλασσαν, δεν εγρωνίζει φόβον
Γαμπρόν τον ανυπόμονον τον απορρίχτ' η νύφη
Η γριά στο καρδιοχείμωνον πιπόνιν ετσελεύτη
Ο μπροστινός τού πισινού λογιέται γιά γιοφύρι
Όπου 'ναι απ' όξ' αφ' το χορό πολλά τραούδια ξέρει
Νιός εδούλευγα τους τους γέρους και παιδιά δουλεύγω γέρος
Όσον θέλεις φούσκωνέ τα με το ζύγι θα τα δώκης
Κόψε πίρνον, κάμε Μάρκο, κι αν ρωτάς και για τον Γιάννη, ότι ξύλον κόψης, κάνει
Θέλεις θέριζε και δένε, θέλεις δένε και κουβάλα
Πού δεν τόχει από σφυριού, όσον θέλεις σφύρα του
Κατά τα ρούχα μοιράζ' ο Θεός και το κρύο
Όλα τελειώνουν, μόν' ο θάνατος δεν τελειώνει
Καρτσοδέτης και γαμπρός ότι κιαν είναι κάνει
Του βουδιού που κουτουλά κέρατα δεν δών' ο Θιός
Έχει τα ο Γιάννης και μυρίζει – λε μόσκον κρατεί
Ο ήλιος δεν έχει ανάγκην του λύχνου να φανή
Σπίτιν που δεν βλέπ' ο ήλιος, το βλέπ' ο γιατρός
Δεν έχω βούδι, σπέρνω με τον γάδαρο
Καθανείς για λόγου του κι' ο Θεός για όλους
Ό,τι μου θέλεις νάχης, κι έναν παραπάνω
Ποιό δαχτύλι θα κόψης και να μη πονέσης;
Το μικρό δόλωμα πιάνει μεγάλο ψάρι
Σαν άν πάς στο χωραφάκι σου με του παππού τον ήλιο βγατίζεις αξεκούραστα και 'κονομάς βασίλειο
Εγώ 'καμα και γούμενος, ήκαμα και κελλάρης, κατέχει τα ο γούμενος τα κάνει ο κελλάρης
Όγοιος δουλεύγει στη στεριά, τη θάλασσα γυρεύγει ο διάβολος του κώλου του κουκκιά του μαειρεύγει
Τα μαύρα τα σκινόκουκκα θέλουν και μαύρους άντρες τ' άγουρα τα δαμάσκηνα καινούργιους τουμπανάδες
Απ' αγαπά το καθησό και τη δροσοπεζούλα πολλά καλά στερεύγεται η έρημή του γούλα
Τα γέλια με τα κλάματα και η χαρά με πίκρα μονομερίς εσπάρτησαν, μαζίν εγεννηθήκαν
Ο καπνός να βγαίνη ίσα, κι' ο φανός ας είν' στραβός
Ο Θεός και την ημέραν, ο Θεός και το φαΐ
Τα ρόδα θέλεις και τα γγίλια δεν θέλεις;
Δέν ήτο σύκο, μόν' η γριά τό χάφτει
Που δεν ειμπορεί να δείρη, φοβερίζει
Βρωμάς δεν βρωμάς, δάχτυλα, δικός μου 'σαι
Ο διάβολος έχει πολλάς παγίδας
Και ο διάβολος άκων ομολογεί τον Ιησού χριστόν υιόν Θεού
Ο διάβολος πουλεί τυρί κ' εν αποτάζει γίδι
Ή παπάς, παπάς ή καθάριος μυλωνάς
Θύμιαζε και τον διάβολον καμμιά φορά
Θύμιαζε και τον διάβολον καμμιά βολά
Αν θέλ' ο Θεός εγώ 'μ' άντρας σου
Ο λωλός με τα θυμούντον εχαίρουντο
Ας δών' ο Θεός κι' ας τρών' κι οι διαόλοι
Αυτό δεν χρειάζεται πολλή θεολογία
Έχει ο Θεός. -Ναι, μα τ' άχει για λόγου του
Μόνον του σπανού τα γένεια δεν γίνουνται
Πλειότερα 'χει ο Θεός, παρά που δωκεν
Με του Καρναπά τα γκρεμά θα ζήσωμεν;
Καθ' αλώνιν έχει και το κόνταλόν του
Θυμός του χωριάτη, κακόν του πουγιού του
Θα σου δείξω πόσ' απίδια βάλλ' ο σάκκος
Δεν εγγίζει μηδ' απάνω, μήδε κάτω
Συγγραφέας
1
Προβολή λίστας
Veselin Ilic: Mit i strvranje (Μύθος και δημιουργία), εκδόσεις Prosveta, Niš, 1990, 292 σσ.
Πρόσωπο
2
Προβολή λίστας
Ιωαννίδης , Εμμανουήλ
Ιωαννίδης , Εμμανουήλ
Ιωαννίδης, Εμμανουήλ -
Identifier:
45754
Internal display of the 45754 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred