Γρυπάρης, Αντρέας
- Πριν απο χρόνια είχανε θάψ' στη Μυρτιώτ'σσα μια Γαλιόταινα και τ'ν ηύραν ύστερα ολάκερ. Δεν είχε λυώσ'. Είχε βουρβουλακιάσ' κ'ήβγαινε τ'ς νύχτες και γυρνούσε. Τνέ θάψαν σε τρίστρατο κ'ήλυωσε. (Μυρτιώτ'σσα=Εκκλησιά στη Χώρα)
- Στα Σπιτάλια το μέρος έχ' φαντάσματα. Γιατί τα παλαιά χρόνια είχαν εκεί οι Φράγκ' ένα νοσοκομείο για τ'ς δικοί τους. Κι όταν ένας απ' αυτοί κόντευε να πεθάν', τ' βάζαν τ' άγια λάδια, για να περπατήσ' στη γη. Γι' αυτό αν πηγαίναν μετά καλύτερα οι αρρώστ', τ'ς παίρναν στο κατώι και τ'ς λέγαν πως θα τ'…
- Μέρα μεσημέρ’ είταν, όταν ο Πέτρος ο Λούβαρ’ς άκουσε τ’ φωνή μιας γυναίκας στο Βρέκαστρο και τ’ φώναζε: «Πέτροοο, ήχασε το δρόμοοοο!» Είδε λοιπόν μια γυναίκα άγνωστ’, που κρατούσε μια ομπρέλλα και φοβήθ’κε. Λέει, «Αγελλούδα, είναι και θέλ’ να πάω κοντά τ’ς να μ’ δώκει μια, να με ρίξ’ απ’ τ’ς βράχ’».…
- Άλλοτε πάλ' ο Φραγκίσκος ο Βιδιάνος άκουγε στο Βρέκαστρο και κλαίγαν μωρά. Λέει, "Ζωτ'κά θα 'ναι" και δεν πλησίασε. Φώναξε μόνο: "Β'ζαναριά είσαι με τα παιδιάαα σ'". Και τον αρχίσαν στις πέτρες.
- Είταν κάποιος Κωσταντής Ανοργιανός κ'είχε βουρβουλακιάσ'. Τ'ς νύχτες που φυσούσ'ο βοριάς, φούσκων'η γής και σ'κωνόταν η πλάκα τ'. Και κάθε φορά π'τονε βγάζαν είταν τα νύχια τ'μεγαλωμένα ένα μέτρο.