Δημητρίου, Γεωργία
- Μια φορά αι Νεράϊδες εύρον ένα κορίτσι μοναχό του, βράδυ έξω. Το κορίτσι αυτό εχόρευε περίφημα. Έτσι το επήραν το επήγαν εις την σπηλιάν τους και το έβαλαν να χορεύη. Το εκράτησαν το παιδί δύο ημέρες. Αυτό έκλαιε. Αυτές, μόλις ελάλησαν οι πετεινοί, έφυγαν και το κορίτσι έμεινε μόνο του. Έτσι σιγα σι…
- Μικρός ήμουνα περίπου δέδεκα χρόνια. Είχμαε τσομπάνο στα πρόβατα και μου έστειλε ο αδερφός μου να πάω γω στα πρόβατα ν’αλλάξη ο τσομπάνος. Μετά είχε περάσει ώρα. Περίπου από δώδεκα είχε φύγει μία. Με περίμεναν στο σπίτι αλλά ο τσομπάνος δεν είχε ρθή. Μετά κίνησε ο μεγάλος αδερφός μου και ήρθε. Κινώ …
- Το πρόβατον είναι ευλογημένον απο το Χριστόν,διότι, όταν εγεννήθηκε ο Χριστός, το πρόβατον τον εσκέπασε, ενώ η κατσίκα τον ξεσκέπασε.
- Κάποτε άρχισε φιλονικεία μεταξύ του ηλίου και του ανέμου. Εφιλονικούσαν ποιός ήταν πιο δυνατός. Εκεί κοντά ήσαν και οι ποιμένες. Τότε ο άνεμος έκαμε φουρτούνες, θύελλες, αλλά οι ποιμένες εκρύφθησα και δεν εμπόρεσε να τους εξοντώση. Μέτα ο ήλιος άρχισε να δείχνη την δικήν του δύναμιν και έκαμε τόσην …
- Ο ήλιος και το φεγγάρι ήσαν αδέρφια. Το φεγγάρι είχε πιο πολύ φώς από τον ήλιον. 'Ετσί κάποτε είχαν μια συζήτησιν για το πιό από τα δύο αδέρφια είχε το πιό πολύ φώς. Τότε ο ήλιος παίρνει μια βουνιά, την πετάει στο φεγγάρι και έτσι τώρα έχει πιο πολύ φώς και φαίνεται ακόμη η βουνιά επάνω στο φεγγάρι …
- Κάποτε ο Χριστός επήγαινε σε μίαν πόλιν. Εις τον δρόμον εδίψασε και ήθελε να πιη νερό. Είδε ένα τσομπάνον, που έβοσκε τα βόδια, και του εζήτησε νερό. Τότε ο βουκόλος αυτός δεν εσηκώθηκε να του δώση νερό, αλλά όπως ήταν ξαπλωμένος εσήκωσε το πόδι του και του λέγει να. Εκεί είναι και πήγαινε. Όταν όμω…
- Μιάς γυναικός επέθανε ο άνδρας της. Έγινε βρυκόλακας. Επήγαινε όμως τακτικά εις την γυναίκα του και την άφησε μια φορά εις ενδιαφέρουσαν κατάστασιν. Όλοι την κατεδίωκαν και προσεβλήθη το χωριό. Την έβαλαν σε μαύρο γαιδούρι, την εγύρισαν σ'όλο το χωριό και την ερεζίλευσαν. Τότε της είπαν να τους αποδ…