Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Σαρέλλης, Εμμανουήλ
Default
Graph
Πρόσωπο
Σαρέλλης, Εμμανουήλ
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Συγγραφέας
268
Προβολή λίστας
Βρυκολακιάζει ο νεκρός όταν ξεχάσουν την ώρα του ενταφιασμού να του βάλουν στο στόμα το κομμάτι του κεραμυδιού με τα ψηφία ΙΣ ΧΡ ΝΙΚΑ, ή όταν έχει κάποια σφοδρή επίθυμία ή για να τιμωρήση κάποιον που τον έβλαψε στη ζωή. Οι βρυκόλακες εμφανίζονται ή ακριβώς 12 μεσημέρι με θόρυβους ανοιγοκλεισίματα θυ…
Παιδί με τρίχες αντρειωμένο. Τέρατα= γέννησι το Σατανά για να φάη όλο το σπίτι. Κακός οιωνός το τέρας μέσα στο σπίτι. Άλλοι το αποδίδουν ότι έγινε συνουσίασις όταν η γυναίκα είχε περίοδον. Τα δίδυμα και τρίδυμα πάνε «γινιασκό» δηλ. κληρονομικά κυρίως στα εγγόνια δηλ. 2η 4η 6η γενιά. Θεωρούνται τυχερ…
Κάποτε ο Άγιος Κασιανός που εορτάζεται κάθε 4 χρόνια στο δίσεκτο την 29 Φεβρουαρίου κατά συμβούλην του διαβόλου έκανε αίτησιν στο γέρο Σαβαώθ, γιατί να μην του κουβαλούν κι αυτού οι άγγελοι δώρα (ταξίματα ως των άλλων αγίων που ο ίδιος τάβλεπε καθήμενος εις την είσοδον του παραδείσου και ρωτώντας το…
Τ' άστρα είναι τα μάτια του Θεού
Αλάργα = πολύ μακρυά προς τη Δ. Είναι το παλάτι του ήλιου, που κάθε βράδυ κουρασμένος πάει να ξεκουραστή κι' αυτός και τ' αλογά του, κοιμάται νωρίς για να σηκωθή το πρωί να ζιέψη τ' αμάξι του και να φέρη το φώς στο κόσμο ξεκινώντας απ' τον καθημερινό του δρόμο. Είναι θλιμμένος στις συννεφιές από μεγ…
Τα μαύρα μέσα στο φεγγάρι ήτανε δυό αδερφάκια που μαλώνανε ολοένα και το φεγγάρι που τα είδε μια μέρα να τραβιούνται απ' τα μαλλιά έσκυψε και τα άρπαξε κι από τότε φαίνονατι ακόμα κι' εκεί να μαλλιοτραβγιούνται. Λέγεται στα παιδιά για να μη μαλώνουν και τ' αρπάξη το φεγγάρι.
Άμα κανείς πεθάνει κι’ έχει ‘’βγιό’’ = βίος = θησαυρός, κρυμμένο στη γή και δεν το πή, τότε κι’αυτός δε λειώνει κι’ο θησαυρός στοιχειώνει, το φυλάνε δαίμονες πολλοί. Συνήθως την υπόδειξη του θησαυρού κάνει στον ύπνο κάποιου κάποιος άγιος για να του χτίσουν ναό, μια, δυό, τρείς φορές στον ύπνο παρουσ…
Τα δαιμόνια τα μεσημβρινά θεωρούνται πιο επικίνδυνα απο τα της νύχτας.
Στοιχειωμένα σπίτια θεωρούνται τα έρημα, ακατοίκητα που σ'αυτά κατοικούσαν γέροι ή γρηές ολομόναχοι και μετα το θάνατό τους κλειστήκαν και ρήμαξαν. Τότε λένε πως τα μεσάνυχτα μέσα σ'αυτά ακούονται θρήνοι και κρότοι απο τα στοιχειά που το κατοικούν ή απο τις ψυχές που κατοικούσαν εκεί. Κάθε γεφύρι θε…
“Chιμνιαμίδ” ερπετόν σαυροειδές, σαν μικρό κροκοδειλάκι που ζή μέσα στα σπίτια και σκαρφαλώνει στους τοίχους. Όταν το σκοτώση άνθρωπος λένε πως έκανε μισή λειτουργία, γιατί έπεσε κάποτε στο Άγιο ποτήρι και το λέρωσε κι' η γάτα λένε που τόπιασε δεν είναι συχαμερή σαν το σκυλί.
Ώρα κακή: 12η μεσάνυχτα που βγαίνουν όλα τα κακά και πειράζουν τους ανθρώπους. Κάθε μέρα έχει και μια ώρα κακιά. Χειρότερη όμως είναι του Σαββάτου. Τότε βλέπει κι ένα είδος φιδιού που το λένε – «κυφλίκ’» τυφλίτης κι αλίμονο σ’ όποιον βρη μπροστά του. Είναι πολύ χειρότερος κι απ’ την «ασκόχιdρα= οχιά…
Αποδίδεται εις ενέργειαν των νεράϊδων (ήπιε νερό φαντασμένο) = νερό που λούστηκαν οι (ανηρούσις, ανηραγίδις) νεράϊδες. Κάνουν ξόρκια το ηλιοβασίλεμμα.
Τάξιμο νηστείας κάθε χρόνο στην εορτή του Αγίου Ιωάννη του προδρόμου, διότι η παράδοσις λέει ότι την ώρα που απεκεφαλίζετο ο Πρόδρομος όλους τους στρατιώτες τους έπιασε θέρμη και τρέμανε κι από τότε διαδόθηκε η αρρώστεια.
Σβάτι να μην άφτουν
Σα δε bείθιτι του πιδί, 'α πείθιτ' η γουνιός
Σκόρδο την άνοιξη γερό στομάχι
Έχε ζεστά τα πόδια σου τη κεφαλή σου κρύα το στόμαχό σου ελαφρόν ναχης πάντα υγεία
Στον gαταραμένου τόπου Μάη μήνα βρέχ'
Όπ' έχει γυιο μουνουγιννή του Μα πανί να μη δγιασκή
Στου bικ'νό τα κρέμασι
Κρέας ωμό ψάρι ψητό
Κόρακας στουν ουρανό γι' αγέρας γι νιρό
Του κάτου του TCHιφάλ' κ μαdέρν' τ' απάνου
Τα λόγια 'νι αδγιαφόριτι. Δ'λειά θέλ'
Πγοιός κλέφκ' TCHι μαρτυρά
Όπγοιους πηδά πουλλά παλούTCHια, θα καθίCH' κανέ στου γκώλουd'
Μνιά του γκλέφκ', δγυό του γκλέφκ', τρεις TCHί κ' γκαTCHί d' μέρα
Μακρυά μαλλιά TCHι λ΄θγ' γνώCH'
Κόλλ'σι σα dου στρίδ'
Ξέρ΄ς π΄ να ξηραθής
Μάκια π' δε βλέποdι, γλήγουρ' αλησμουνιόdι
Σα gαν' η Μάρτης δγιό νιρά tch' Απρίλης άλλον ένα χαρά σι tchείνουν του ζιβγά π' έχει στη γη σπαρμένα
Τ' αbέλι θέλ' αbιλουργό, TCHί του καράβι ναύτις
Του αίμα νιρό 'έ γένιτι
Σα γκ αρκούδα χόρηυγι
Να κCHημιρώCHη τCHί να δής κίνους μάννα κολυμbά
Μην είδα μήνι ξέρου
Λάδι λάδι TCHί λαδέλ 'λίγου όμους βουτυρέλ'
Σα θα ναρτυθώ, 'α φάγ' λαβράTCHι' σαν είνι για σμαρίδα TCHί καλουγρηγίες ας λείπ'
Όπγοιους π' στείγιτι του γκώλουd', χέζ' του βραTCHί d'
Ρουδάν' είνι τούτους η κόσμους. Αλλ' κουβάδις ανιβαίνουν γεμάκ'TCH' άλλ' κατιβαίνουν αδγειανοί
Τ' άγιου tchi τ' γαbρού 'α μι τάξ' θα κchταίς;
Μη dή' νι κλαίς τή λεμουνιά
Ως TCHί που θιρίζαμι ΒαCHίλη κυρ ΒαCHίλη τώρα π΄ απουθιρίσαμι πού σ΄ ηύρα βε καCHίδι
Του ζω ψουφά στου β'νό, TCH η ζημνιά 'ρχιτι στου σπίκ'
Τα δώρα κρίνουν τώρα
Σα δεν έχ΄ς νύχ΄΄α κCHυCHκής, μην απαdέχ΄ς ΄α σί κCHύσουν άλλ΄
Ούλ' μέρα μέσ' του ρουμάν', ένα γκόtc'φα tch' ένα Γιάνν'
Όπγοιους εν αdρέπιτι, θέλ'α τουν αdρέπισι
Όπγοιους 'εν έχ' γέρου, γέρουν αγουρά
Όπγοιους έχ' τα γένεια, έχ' tchι τα χτένια
Μηδί κάτα μηδί ζημνιά
Τα λόγια 'νι λόγια, αμ τα μακαρόνια 'χουν του φαγί
Πίσου τάχ' του γ'ρούν'
Να μι κλαίς τώρα, TCH' όχ' σαν απιθάνου
Η Θιός σκάλις ανιβάζ 'TCHί σκάλις κατιβάζ
Η Θγιός στράφτ' TCHί βρουdά μα πάλι μιτανουγά
Του ήλιου κύκλος άνεμος, του φεγγαριού χειμώνας
Ξέρ΄ς TCHί Μ'λάς; Καλουπιρνάς
Τσ' νύχτας τα καμώματα τα βλέπ' η μέτα TCHί γελά
Οι νόμ' έχουν TCHι σκαρβέλια
Νηστεύγ' η δούλος του Θιού, γιακί 'εν έχ' να φάγη
Bρος TCHι πίσου 'π' του Χριστού, τα Νικουλουβάρβαρα κάν' κρυώμα παγουνιές κρυγιώνουν TCHι τα μάρμαρα
Τριχούμινου νιρό κατούρσι TCHι πγιε
Μισάνυχτα 'χ'
Όπγιους ανεκατών΄ του μέλ΄, θα γλύπCH τα δαχκύλια d΄
Ρώτα μένα τουν αζάτι να σου πω για την αγάπη
Κόψι κCHύλου κάν' Αdών
Του ξένου του πράμα 'νι καταραμένου
Σα γκλέφκουν μη γκλέφ'κ'ς TCHισά δγιαλαλούν μη φουβάσι
Πίτυρα ανικατώνισι τα γρούνια (γι όρθις) σι τρών'
Λόγου στου λόγου, βγαίν'γι αλήθεια στου φανιρό (μιγdά)
ΚουλουTCHίθγια σκ'ουράς 'α λιέσ' 'α τα βρουdάς
Κατά του μάστουρ'THCί τα TCHιουράκια d'
Κάν' πουτέ η κατσίκα αρνί;
Σκλάβους αλύτρουτους
Σα dουν ξιπήρ' η πουταμός
Σι τουτου του στραβό χουργιό παπάς εν ήταν TCH'ήρτα 'γω
Πότι πρόκουψ' η καϊγμέν' του Σαββάτου η προυκουμέν'
Ουμό κουπανίγ'ς του Chίδηρου
Σα σι δαγκάCH'η η στCHύλους βάλει απάνου του μαλλί d'
Του Σάββατου κατά π' κ' CH' μηρώCH'
Νάχουμι κ' chύλα του Μάρκ' 'α μη γκάψουμι τα παλούtchια μας
Πρώτη Μαρτίου από Μαρτιού καλοκαιριά
Κουτσοί στραβοί στον Άγιον Παντελεήμονα
Του Αγίου Σπυρίδωνα παίρν΄η μέρα ένα σπειρί λένε
TCHυργιαTCHή θα πέCH' η Λαbρή
Λαγός πιπέρι έσπειρνι, κακό του κιφαλιού dου
Κατά π' κάνς 'νάβρς
Όπ' κάτ' η πέτρα, μαλλιάζ'
Μι τη παλαβάδα μου, γιμίζου τη γκοιλάρα μου
Δα γκ' στουλ'σμεν κ' νύφ΄ απομ' νι
Μουνά ζ'γά ούλα δ'κάd είνι
Σα βαστούν' τα κότσγια σ'
Μουρά Chυγκχαίν'ς πουρογιές ακούς
Να χαγήρ' να προυκουπή
Chιγά chιγά τα όργανα tchι είναι φτουχός η γάμους
Κάθα γρούν σ' λάσπιd
Τουν αράπ' κι αν σαπουνίγ'ς του νικρό TCHί α' γαργαλάς
Τσ΄αλεπούς του κάλισμα
Σαρέλλης, Εμμανουήλ -
Identifier:
881799
Internal display of the 881799 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred