Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
Default
Graph
Πρόσωπο
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ.
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Συγγραφέας
402
Προβολή λίστας
Η ψυχή του ποθαμμένου είναι σαν το πουλλί και καμιά βολά που έρχετ’ένα πουλλί στο σπίτι λέγουν πως είναι η ψυχή του και ξαναγυρίζει να δή το σπίτι του και τους συγγενείς του. Η ψυχή κάθεται εδώ μαζί μας ως τοις σαράντα μέρες και μας βλέπει άλλ’ εμείς δεν την θωρούμε. Κάθε Σάββατο έρχονται οι αποθαμμ…
Τον παλιό καιρό που δεν ήξεραν οι Παπάδες πολλά γράμματα να διαβάζουν καλά τους αποθαμμένους, εγύριζαν, εκαταχανεύγαν κι όχι μόνο τη νύχτα αλλά και μέρα μεσημέρι τους εθωρούσαν οι αθρώποι να γυρίζουν στα χωράφια και στ’αμπέλια τους, στα ξεμέτοχα, στους μύλους των. Προ πάντων άμα πεθάνη κανένας από ξ…
«Η Κάρπαθος μια φορά είχε 75 χωριά, ύστερα ερημώσαν και ο τόπος αγρίεψε. Τότες το μάθανε στην Κύπρο οι βασιλιάδες κι’ επέμπανε από το Καρπάσι ούλους τους κακούργους και κλέφτες, που είχαν για σουργούνι, στην Κάρπαθο. Αυτοί όμως κι’ εδώ που ήρταν δεν εκάθοντο ήσυχοι. Είχαν καΐκια με 66 κουπιά κι’ ότα…
«Η Κάρπαθος στα παλιά χρόνια είχε πέντε βασιλιάδες: το Βρουκουντέα στη Βρουκούντα, το Λευκέα στο Λευκό, το Μαραθθέα στο Μάραθθο(1), τον Αρκασέα στην Αρκάσα και τον Ποσειδώνα στο Ποσί. Ο Λευκέας εξωρίσθηκε για κάποιο κακούργημα από την Κύπρο και ήρτε στο Λευκό κι’ έκαμε την πολιτεία του. Στα υστερνά …
Λένε πως ο Άϊς Φίλιππας αφού εδούλεψε όλην ημέρα στο χωράφι του έσφαξε το βράδυ το βόδι του και το μοίρασε στους φτωχούς ζευγάδες ν' αποκρώσουν κι εκείνοι που δεν είχαν τίποτε να φάνε (14 Νοεμβρίου). Το πρωΐ όμως πάλι το βόδι ήτο ζωντανό στο στάβλο και το πήρε στο ζευγάρι... Έχει και μια παροιμία “Τ…
Οι δώδεκα μήνες ήτον αμπελουργοί και κάθε ένας είχε από ένα αμπελάκι και το καλλιεργούσε για να τρώη σταφύλια και να περνά. Κρασί δεν εκάναν γιατί δεν επερίσσευε τίποτε. Μια βολά ήτο καλοχρονιά στα κλήματα κι εμείναν και μερικά σταφύλια καθενούς να τα βάλουν στον κατάβολα. Αφού τα λιάσανε, τα πατήσα…
Η εικόνα της Παναγίας τ' Απερειού που είναι σήμερα στη Μητρόπολι ήτο τον παλιό καιρό πάνω ψηλά στο Κάστρο τ' Απερειού. Εκεί που είναι σήμερα κτισμένη η Μητρόπολι ήτανε βάτοι και άλλα κλαδιά. Ύστερα κατέβαινε μοναχή της κάτω η εικόνα και πήγαινε μέσα στους βάτους, όπου θωρούσεν ο κόσμος κάθε βράδυ απ…
Τη νύχτα προς τα ξήμερωματα της Αναλήψεως ανοίγουνε τα ουράνια την ώρα που βουτά ο Χριστός στη θάλασσα για ν' ααληφθή. Την ώρα αυτή δεν την ήξευρει κανένας και γι' αυτό πολλοί αποφασίζουν και κάθονται ξυπνητοί και περιμένουν να δούν ν' ανοίγη ο ουρανός. Γιατί ότι προφτάσουν και γυρέψουν, στο άνοιγμα…
Ο ουρανός και η γή ήτο μια φορά κολλητοί και τόσο χαμηλά που τον έφταναν οι όρνιθες και τον ετσιμπούσαν. Ύστερα είπεν ο ουρανός στη θάλασσα : “Δός μου ύψος, να σου δώσω βάθος” κι' έτσι ψήλωνε ο ουρανός κι εβάθαινε η θάλασσα, και γι' αυτό λέουν όσο ψηλά είναι ο ουρανός τόσο βαθειά είναι κ' η θάλασσα.
Μια βολά ήτο ένας βοσκός κι είχε πρόβατα και (αι)γίδια. Εγεννήσα τα σφαχτά του κι έκαμα ερνιά και ρίφια κι΄ο βόσκος είχε το μπελά [ως θα τα ξεχειμωνιάση. Ήρτε ο Γεννάρις κι ο Φλεβγλάρις κι' επέρασαν χωρίς πολλές κακοκαιρίες και χιόνια. Σαν είδεν ο βοσκός πως ο Φλεβγάρις ήτο πλιό στη τελευταία του μέ…
“Μιάβ βολά ήρκετο-ν ένας γέρος άθρωπος 'που το ρομάνι τσ' είχε το γάαρό του φορτωμένο χλαδιά. Το φεγγάρι-ν ήτο-ν ελίω-ν ημερώ τσ' εν ήφεντζε καλά να θωρή ο 'έροςνα πορπατή. Τότες εύρισε τσ' εσφατσέλλωσε το. Το φεγγάρι-ν ήρριξε τόκ κάτσουνά του τσ' ήσυρέ τον επάνω ετσά καθώς ευρίσκετο. Τσ' από τότε χ…
Μια νύχτα ένας γέρος και μια γριά εγυρίζαν από το ρομάνι φορτωμένοι κάθα ένας μ' ένα κλαδί. Το φεγγάρι ήτο στη γέμωσι του κι έφεγγε σαν την ήμερα. Όταν εφτάσα σ' ένα πηγάδι, εσταμάτησα για να ξεκουραστού και ν' ανεσύρου λίγο νερό να πιούν. Την ώρα που ο γέρος έρριχνε τον κουβά στο πηγάδι για να βγάλ…
-Μιάβ βολά-ν ο γάαρος ήτο κορδισμένος στο δροσιό τα’ ετσοιμάτο.Ο πειρασμός έν είχεβ βουλειά τα’επήε να τον ανεκατέψη να κάμη χάζι. Ήστσυψε λοιπός στο ζερβό του ‘φτί τσαί του’πε : <ούλες οι γαάρες εψοφήσα!Ο γάαρος ως ήκουσε το κακό χαπάριν,εππήησεν απάνω τσ’ ήρτσεψε να ‘γκανίζη Α! Α! Α! τσαί να ξε…
Ώπλιο,τα’-πληθ.ώπλια τα ,γερανοί,τα γνωστά διαβατικά όρνεα.Περί τούτων υπάρχει η εξής λαική προσφώνησις όταν περνούν υψηλά <ώπλια μου!καλώπλια μου!Πάρετε τους πόνους και τους αναστενασμούς μου στην έρημο απού θα πάτε,χαιρετάτε μου τον γέρο και τη γρά και το χρουσό χελιονάκι..>Πιστεύουν ότι εις…
Λέγουν πως σε πολλά μέρη ένας Αράπης βγάζει το μάλι του τα φλουριά και τα ‘λίαζει μέρα μεσημέρι αλλού πάλι τα φλουριά τα φυλάει ένα φίδι, το σχοινί του κατελυμάτου, που βρίσκεται το μάλι. Όταν δής τα φλουριά, πρέπει να μην πής τίποτε και να πας να χύσης λίγο αίμα πάνω ή από την μύτη σου ή να κόψης τ…
Η μάνα μου μας έλεγε μια βολά πως στο χωράφι της στα Κατελύματα στον Αφιάρτη είχαν ένα Μενεδιάτη που το ‘σπερε εθήμισο. Μια χρονιά επήγε στο στάβλο του ένας άθρωπος και του ‘πε : < Έλα πλιό να πάρης από το χωράφι τα πράματά σου και δεν ημπορώ να τα φυλάω>. Εκείνος ήξερε πως δεν είχε τίποτε παρ…
Πολλές φορές από τ’ Όθους φαίνεται μέρα μεσημέρι μια λάμψι μεγάλη είτε στο Λακκί του Νουάρου στον Άι – Γιώργη στοίς Κοπρές, είτε παραόξω στη Μηλιτρού και πολύς κόσμος είδε να μεγαλώνη και να ψηλώνη η λάμψι ως τον ουρανό κι ‘ ύστερα σιγά σιγά να κατεβαίνη και να σβήνη. Λέγουν πωε είναι η λάμψι των φλ…
Τον καιρό που η πικρή σκλαβιά απλωνότανε στην Ελλάδα και στα νησιά του Αιγαίου, ζούσανε οι Τριμμάτιες, φυλή άγρια που τρεφότανε με αίμα ανθρωπινό, ληστές που τους γεννούσε ξαφνικά η αφρισμένη θάλασσα. Από τ’ Όθος ξεκίνησεν ο Παπάς, στοις δύο που τα μεσάνυκτα για να κατεβή στον Αφιάρτη να λειτουργήση…
Στοιχειά έχουν όλα τα σπίτια, τα πηγάδια, οι βρύσες, τα δέντρα τα γέρικα, οι σπήλαιοι και όλα τα παλαιά κατελύματα (εκκλησάκια, Μοναστήρια κλπ.). Δεν τα θωρούν όμως όλοι, μόνον οι αγαθοί κι’ οι αλαφρόστοιχοι. Το στοιχί είναι πότε Αράπης, πότε φίδι με μια ή δυο κεφαλές στ’αμπέλια και στα χωράφια. Το …
Στ’ Αντώνη το πηγάδι είς τ’ Απέρει είναι του Αράπη το σκουρί, που αποκάτω είναι θαμμένος ένας Αράπης. Αυτός ο Αράπης εκάθετο στο πηγάδι, εκρατούσε το νερό και δεν άφηνε τοις γυναίκες και τους ανθρώπους να πάρουν νερό, αν δεν τον εκαλόπιαναν με χίλια δυο δώρα και χαρίσματα. Αλλά το χειρότερον ήτο που…
-Είς τηχ χολέτρα του σπιδιού αουκάτω να μη κατουράς ποτέ γιατί ετσεί έχει πάντ’ Αναράες, μήε στα μπρόφλια του φούρνου. Μιάβ βολά ο Νικολάτσης του Μηνά, ο Πατσούρος, γέρος ογδόντα χρονώ, εύριζεν απού τοχ χορό τη νύχτα τα’ επήε προς το νερό του στήχ χολέτρα του σπιδιού ως φαίνει, ήτο-ν ετσεί κακό πράμ…
Όποιες γυναίκες πέσου με τον άντρα τως τη νύχτα της παραμονής του Ευαγγελισμού, τα παιδιά που θα γεννήσουν κατά τα Δωδεκάμερα, αν είν’ αρσενικά, γόνονται τοις νύχτες κάγιοι, καλλικάτζαροι, αν είναι θηλυκά, γίνονται στρίγλες. Οι κάγιοι είναι σαν αθρωπάκια σπιθαμιαία, μόνον που είναι μαύροι σαν καμένο…
Ο καπετά Νικολής του (Δ)ημήτρη, είχε συρμένο το καϊτσι του στον Ημπορειό στο Τσεφαλάτσι τσαι κάθα πωρνό το βριστσέν αραμένο στη Πλάκα τσαι πάλι τα ίδια, αλλού είχε –ν από σπέρα σιουραρισμένο το καΐτσι του τσ’ αλλού το βριστσε το δε πωρνό. Εκακόαλε λοιπό τσαι μια βραδειά – ν από νωρίς επήε τσ’ έκλει …
Είναι γυναίκες δαιμονισμένες, γυρίζουν τοις νύχτες και έχουν υπερφυσικές ιδιότητες. Η εποχή που πλεονάζουν είναι το Σαραντάμερο. Η φαντασία του λαού τοις περιγράφει με σηκωμένα τα μαλλιά της κεφαλής τους να τριγυρνούν και να ουρλιάζουν κατά τρόπον τρομακτικόν. Απ’ αυτό και αι εκφράσεις «στρίγλικη φω…
Στρίγλες γίνονται τα θηλυκά παιδιά που θα τύχη να γεννηθούν ανήμερα τα Χριστούγεννα, αν είναι αρσενικά, γίνονται Κάγιοι. Οι στρίγλες είναι γυναίκες που σηκώνονται και γυρίζουν τη νύχτα και κάνουν κακό στους ανθρώπους και προ πάντων στα μωρά παιδιά που τους ρουφούν το αίμα τους. Είν’ οι ίδιες με τοις…
Οι στρίγλες είναι άγριες γυναίκες μακρές ξερακιανές με νύχια μακρά και γυριστά στα πόδια και στα χέρια. Τα ματόκλαδά τους είναι μακρά και τα μαλλιά τους είναι ανακατωμένα. Βγαίνουν τη νύχτα και πηγαίνουν στες λεχώνες και πνίγουν τα παιδιά. Η Ζ. που ‘κανε οχτώ παιδιά τα ‘χασε όλα από τες στρίγλες που…
Είναι είδος Νεράϊδας ασπροφόρας που βγαίνει ακριβώς το μεσημέρι και βλάφτει τα μικρά παιδιά που βρίσκει έξω εκείνη την ώρα. Οι μητέρες απαγορεύουν τα παιδιά των να γυρίζουν έξω την ώρα του μεσημεριού και τα φοβερίζουν λέγουσαι «ω μάννα παιϊμ μου που θα πάης τέδοιαν ώρα να σε μπτσάη η Στσίζα του μεση…
Οι Αναράες ονομάζονται και Καλές γυναίκες και Ξωτικά. Είναι ψηλές και λιγνές γυναίκες, άσπρες σαν το γάλα και με μάτια μεγάλα και κόκκινα σαν το κερμίζι. Είναι πάντα ασπροφορεμένες μεταξωτά, ψιλά σαν τον αέρα και περιπατούν ανάλαφρα σαν να μην πατούν στη γη. Είναι και καλές και κακές Αναράες. Τρελλα…
Οι Αναράες βρίσκουτται παντού, αμμέ στους σπήλιους στ΄Αφούρι τσαι στοις ποταμούς τσαι στοις ρεμαδιές του Ρίχτη ‘εν απολείπου ποτέ, έχει ακόμη τσαι στοις σπηλιές της θάλασσας τσαι βγαίνου τα μεσάνυχτα αλλά τσαι μέρα μεσημέρι φαίνουτται. Πολλές Αναράες είναι τσαι παντρεμένες τσ’ έχου τοις άντρες τως, …
Σε πολλά μέρη στο χωριό μας σφαντάσσει, στον Αϊμόνα, στου Νικολάτσου, στοις Βάσσες, στο Ρίχτη, στα Ποταμούλλια. Πολλοί αθρώποι εσφαντάχτησα κι εκεί που πήγαιναν την νύχτα είδαν ένα Αράπη ή μουλάρι ή γάδαρο ή μαύρο σκύλλο, ή σκρόφα με τα γουρούνια, ή γάτο ή κλώσσα με τα κλωσσοπούλλια. Το σφάνταμα είν…
Οι πολλοί θέλου πολλά τσ' ο ένας από ούλα
Όμπτσος κρουφά παντρεύγεται, φανερά πομπεύγεται
Μ' ό,τι δάσκαλο καΐσης, τέδοια γράμματα θα μάθης
Κάθα φτωχό τομ Μάϊ πλούσιος
Ό,τι κάν' η πραή, 'εκ κάν' ο κόσμος ούλος
Από σιανό ποταμό αλλάργα τα ρούχά σου
Τσασ σ' απαντήξη πειρασμός, γέξου το τσαν αγιασμό
Απου πορπατεί, σκιάς ακάθθα θα του μπη
Με το νουν ευρέθην η θεότη
Κάθε πράμα στο τσαιρότ του τσαι τον Αύγουστο σταφύλι
Λάκκον έχ' η φάβα
Απού λείψη, λείψιν έχει
Μεάλη κόρη, μεάλη τύχη
Τα δυό σου 'μμάδια τέτσαρα
Ο Θεός να σε φυλάη από τα μπροστινά του καραβιού τσαι τα πισινά του μουλαριού
Ο κούνουπας εκάετο στου 'ουδιού το τσέρατσο
Ευλογημένος ο καρπός ο απαρατήρητος
Που έπ' πονέση 'όνατα, καρδιά έθ θεραπεύγει
Καλός καλός ο χοίρος μας αμμ' ήβγε χαλαζιάρης
Αλίμονον οι όμορφες να μην εποθανούσα, ήθελα να το ψόματα τσαι να ξαναφανούσα
Εσού κουλλούρι κρέμμεσσαι τσ' εσού μου 'ντέλλεσαι
Ο παθείς τημ μύξατ του για βότυρο την έχει
Άθρωπο θωρείς, καρδιά εν εγνωρίζεις
Έπεσα τ' άστρα τσαί 'φάα τα οι χοίροι
Το γοργόν τσαί χάριν έχει
Η καλή μέρα από τσύππωρνο φαίνεται
Ο ονής έν ελυπηθή τ' αμπέλι, τσαί το παιϊ-ν ελυπηθή το σταφύλι
Όρσα γαμπρέ μου, όρσα
Η γλώσσα του είναι μεαλύτερη 'που τηπ πατούχατ του
Απού ουλεύγει καλά τσαί πιστά τρώει μισή τσαρδέλλα
Τα θέλ' ο Γιάννης στη Μαριά, να 'η Μαριά στο Γιάννη
Η καλή μέρα φαίνεται από το πωρνό
Θέλω γυθιέ μου να 'χης χίλια πρόατα, 'μμε τσα εθ θέλεις, μηε κοτσίλι
Ώρας βουλειά, χρόνου μελέτημα
Α εφ φάης σκόρδο, σκόρδες δε βρομείς
Επήαινες για μαλλί τσαι συ 'βγες κουρεμένος (νη)
Στης γυναίκας το πράμα σκόρδους τσ΄ αντζινάρες να φυτεύγης
Απού τον άκριο τρώεις, αμμ απού τον αενικό έ τρώεις
Ξέρω το πως θα παντρευτώ μόνο να ούμε-ν απόψε πως θα ενώ!
Αβιόθ θεωρείς; κατάργιζέ το
Αλλού πα' ο γάαρος τσ' αλλού ο Κωνσταντής
Γιμέλλας κόρην έπαρε τσ' εγγόνη μην επάρης
Γέρου ψ.... πρίνου ρίζα
Βουλή γερόντων έπαιρε τσ' αθρώπω περασμένω, απού 'χουσι πολλύ ψωμί τσ' αλάτι φαωμένο
Ο 'έρος τσ' αν αντιπατή, πάλι το ρέμα τόπ πατεί
Το εννικό έχ χάνεται 'μμ' αλήθεια τσαί πληθαίνει
Κατά τα σάανα μοιράζ' ο Θεός τοίς κρυάες
Τσ' η πούλλα τσα πίνει νερό, τοθ Θεό ξαννοίει
Τοκ κόπο μου σου τοχ χαρίζω, αμμέ τη τσοιλιά μου εσ σου τηχ χαρίζω
Τα 'εκά σ' αμπέλια φράσσε τσαι τα ξένα μησ σε γνοιάζη
Φτύσε στο ξένο τσήπο ν' αθθίσ' ο εκός σου
Το ζευγά τσερνάς, τα 'ούδια τσεντάς
Να μην ευρούσι το παιδί, τα άλλ' ο νους της μάννας
Ο λόγος εις τη χρειά του χίλια τσιτσίνια κάνει
Φτωχός ανέχριος, καθάριος πλούστσος
Απού 'ναι καλορρίζικος γεννά τσ' ο πετεινός του, τσ' απού 'ναι κακορρίζικος σκολά τσ' η όρνιθά του
Για τοις ξένεες έγνοιες γερούν οι λαοί
Τσαν εης κολοτσυθάτσι, αποσπέριζε λιάτσι. Τσαν εης τηκ κολοτσύθα, αποσπέριζ' όλη νύχτα
Ο κακός λόος τσ' ο κάρπικος παράς του νοικοτσυρού 'πομένου
Παντου τα πάντη
Ποστα περάση Σάατο, πίττα μην αλημένης
Το Σάατον αρτίνευγε τσαί ποτέ μη ξετελεύγης
Τομ μαστραπά ξάννοιε καλά μητ τύχη τσαί ραΐση αμμέ το χοιροσκάφιο ως θελ' ας εχτυπήση
Ο ουρανός τσ' η γη 'μόσα ποτέ κακό να μηγ γένη, τσ' αγ γενή να μη κρυφτή
Στη παντρειά τσαι στο ταξί' μήε λάϊ μήε ξί(δι)
Αψετέ του 'να τσερί νακουρέψη πέντε δέκα τσαι τη μισοκουρεμένη
Το μικρομάθης το (γ)εροντοξεχάνεις
Μμάδια που΄έθ θωρειούτται, γλήορα ξαλησμονειούτται
Ανάθθεμα πού βρη τσαιρό τσ' άλλο τσαιρό αλιμένει, γιατ' ο τσαιρός τα πράματα ξανάστροφα τα φέρνει
Το μικρομάθης 'ετ το εροντοξεχάνεις
Μιχαηλίδης – Νουάρος, Μιχαήλ Γ. -
Identifier:
873283
Internal display of the 873283 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred