αβάφτιστον - αβάφτιστος

αβάφτιστον - αβάφτιστος

  1. αβάφτιστον
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβάφτιστος
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο