αβάσταγος - αβάσταχτος

αβάσταγος - αβάσταχτος

  1. αβάσταγος
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβάσταχτος
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο