Παράκαμψη προς το κυρίως περιεχόμενο
Login
Κεντρική πλοήγηση
Αρχική
Αναζήτηση
Καββαδίας, Γεώργιος
Default
Graph
Πρόσωπο
Καββαδίας, Γεώργιος
Είδος οντότητας
Πρόσωπο
Φύλο
Άνδρας
Συγγραφέας
745
Προβολή λίστας
Ο καιρός έχει φτερούγαις
Ο καιρός είναι γιατρός
Ο καθρέφτης είναι τοιν καρδιάς ο κλεφτης
Οι καιροί δεν καρτερούνε
Τρώγονται σαν τη γάτα με το σκύλο
Τι να σου κάμη ο δάσκαλος που ο μαθητής δε' θέλει
Το Θεό ναν τόνε δοξάζης κι όχι ναν τον εξετάξης
Την τιμή της η γυναίκα τηνε κρύβει, μα τη γλώσσα δε μπορεί
Τα μούντσωξε και τ' άφηκε, όχι πως τα τελείωσε
Τα ίδια πάντα, κάντυνι και αναγούλα
Τα ζωντανά γιατρεύονται
Τα δικά μας, χωριστά μας
Τα δεν τα θυμάσαι, σαν και να μην τα ΄χασες
Τα δέκα δέκα και μια κάππα
Πως να ζήσω θέλω ορμήντα, όχι πές να κάμω να πεθάνω!
Προ εωσφόρου
Πούσας παππά θύμηε!
Ποτέ ο άνθρωπος δε φχαριστειέται
Αδύνατο είναι να μην εύρης μια χαψα ψωμί, αν αποφασίσης να δουλέψης
Πρώτος πρώτος είν' ο Θεός
Πρώτη γναίκα, πρώτη αγάπη!
Πρώτο ζούδιο του χωριού τ' αφεντιού μας το παιδί
Που φαγί στου τσούφαγα!
Που σκολνά για τσου δασκάλους
Που μυαλά για τόσα ζα!
Πόρταις δείξ' του ζήτουλα, κ' εκειός μπουκούνια βρίσκει
Πολλοί που έχουν την όρεξη, μα η δύναμι τσου λείπει
Πολλά ξινά θα να σου βγούν τα γέλοια
Πολλά είν' που βλέπει ο άνθρωπος μα λίγα είν' που νογάει
Πολεμάει ο διάκος να ξουρίση το δεσπότη
Ποιός το ξέρει, ο Θεός το ξέρει
Οσου εγεννήθηκε ζουρλός, μουρλός θα να πεθάνη
Οπού γελάση τον άλλονε, για σ' αύτο δε συβάζονται
Όποιος δύναται να παρη, για τα μάτια είν΄ που γυρεύει
Ναν τον αγαπάς το Θεό, όχι ναν τονε σκιάζεσαι
Ναν τα φέρει ο Θεός για να ΄ρθουν ίσα
Άλλος τόσος θα ην ο χθρός σου, και ο μισός θα να 'σαι άλλος σου
Αλλοιά σ' εκείνη τη γναίκα πώμεινε και ορίζει
Αγγέλω τήνε λέν, μά' χει διαόλους μέσα της
Α΄θες ναν τον κρεμάσης τον οχθρό σου, πρώτα δεσ΄τονε ... φωνάστα (βρες τον τρόπο να μιλήσης) με τη γναίκατου
Α θε να κράξης δουλευτή κράξ τον που να πεινάη
Αγαπάει ξανασουλιάζη ο γέρος
Α 'θα 'πης τα ίδια σέμπρε, καλή νύχτα κι' αύριο
Α θα ζυμώσης το ταχύ, από βραδύς το ζύμωμα
Α θα ζυμώσης το ταχύ, από βραδύς κοσκύνα
Σούριζε και διάβαινε
Α δε φυλάς τη γυναίκα σου, τι άλλο θα φυλάξης !
Ά' δεν το ιδώ ο Ήλιος, το κούφιο το πονεμένο δόντι, δέ γιατρεύεται
Α΄ δεν τα ξέρει ο Θεός, ποιός θέλει ναν τα ξέρη!
Α 'δεν την αγάπαε, δεν την εζήλευε
Την καλήν τη γνώμη θαν κυττάζης
Τη γνώση μαε τη δίνει ο Θεός, την πονηριά ο διάολος
Τ' είν' η ελπίδα, τίποτε!
Τα ΄φερ' ο Θεός ζαβά, γιατί δεν τα ΄βλεπε πια
Τ' άσπρα κατεβάζουν τ' άστρα
Τ' άσπρα είναι καλοί δούλοι και κακοί αφεντάδες
Τα δάκρυα μαλακώνουν την καρδιά του ανθρώπου
Α δε χηρέψη τρείς φόραις (η γναίκα) πεθαίνει αξεραθύμητη
Άλλο είν το 'χουμε στ' αρμάρι, κι' άλ βρίσκεις στο κελάρι
Οσ' όπου ν' ανεβοκατέβη η χαντσάρα που θα να σου κόψη το κεφάλι, δεκοχτό φοραίς ο Θεός μπορή να σε γλυτώση
Ά' δεν έχης δουλιά, κάμε του γειτόνου σου
Α' δεν έχης γέρο, γόρασε
Αφορμής για τη γιορτή (του εσπερινού) πα' να φάμε τα σπερνά
Οπώχει γουρούνι σπίτι του, τι θαν του πάει χαμένο!
Όπως ντυέσ' έτσι τιμηέσαι
Όποιος μού 'πηρε τή δουλιά από το χέρι, μού πήρε τή χαψά απότό στόμα
Όποιος θε' να μη γεράση, πέφτει και πνίγεται
Οποίος κάνει τή δουλιά μου, εκειός θά φάη και τον παρά μου
Οποίος θέ να πολεμήση, πάει κι ας μην τον κρατούνε
Εκείνος που δεν έχει, κ΄ εδώ κακά περνάει κι εκεί κολάζεται
Οποίο δάχτυλο μου κόψης, πάντα δαχτυλάκι μου είναι
Όπ' εγελάστη δυο φοραίς, μούνταις και φάσκελά του
Οξ' από το Θεό, άλλους μην προσκυνήσης
Ας έχ΄ η τράπεζα φαγί, κις λείπη το μεσαίι
Α δεν είναι σκλάβα η γυναίκα, χάνει ούλες τση τσι χάρες
Ά δεν είμαστ΄ ούχοι όμοιοι, πρώτος νόμος είν΄ ο γρόθος
Α δεν αποφάσιζαν οι γιατροί να φύγουν, δεν εγέρενε
Ομπρός αγνάντευε, νά βλέπης πέρα
Ο μεγαλύτερος εχθρός τση γυναικός είναι η ωμορφιά της
Ο κλαφθμός και ό βρυγμός των οδόντων
Ο κάθε σκύλος μπροστ' απ' την πόρτα του αλυχτάει
Ο καθένας μοναχός του θα να βρή το γιατρικό του
Οι σφάχταις τση γειτόνισας, τα ρεματκιά μου εμένα δε μου τα γιατρεύουνε
Οι νόμοι του Θεόυ είναι σαν τ' άλφα βήτα
Οι δραγάταις τα 'φαγαν!
Οι γιατροί τον έθαψαν
Ο Θεός ποτέ κακό δεν κάνει
Ο Θεός παιδεύ και ο Θεός γιατρεύει ... θεραπεύει
Ο Θεός μας έδωσε δυο μάτια, δυο αυτιά και συο χέρια, μια γλώσσα, για να βλέπωμε ν' ακούμε και να κάνωμε πολλά και να μιλούμε λίγο
Ο Θεός δίνει το ντέρτι, μα δίνει και το ζαμάνι
Ο Θεός δανείζει, δε χαρίζει
Ο Θεός αδιάκοπα μιλά, μα εμείς δεν τον ακούμε
Ο θάνατος με τους πολλούς θάνατος δε λογιέται
Ο Ήλιος είναι που ζωογονάει τον κόσμο
Ο ζημιοτής είναι χειρότερος από τον κλέφτη
Αρνί που το φυλάει ο Θεός λύκος δεν το τρώει
Ο βασιλιάς και ο γούμενος, σύντροφο δε θέλουνε
Ο άρρωστος πάει στο γιατρό
Ξούριστονε κάλλια το δεσπότη, παρά ναν του πης παππά μου!
Ξερά ζαβά, δε σάζονται!
Πρόσωπο
1
Προβολή λίστας
Καββαδίας , Γεώργιος
Καββαδίας, Γεώργιος -
Identifier:
74845
Internal display of the 74845 entity interconnections
(Node labels correspond to identifiers)
Loading..
Legend
Navigation
Info
Loading..
Controls
Freeze
Thaw
Fit
Narrowness
Inferred