αβατζέρνω - αβαντζέρνω

αβατζέρνω - αβαντζέρνω

  1. αβατζέρνω
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβαντζέρνω
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο