- Ελληνικά
αβαντζάρω
αβαντζάρω
Τεκμήρια 21 Προβολή λίστας
- αβαντάρου - αβαντζάρω
- αβατσέρνω - αβαντζάρω
- βατζέρω - αβαντζάρω
- αβαντσάρω - αβαντζάρω
- αβατζέρνω - αβαντζάρω
- αβατζέρνει - αβαντζάρω
- βατζάρω/ βατζέρνω - αβαντζάρω
- αβαντσέρνει - αβαντζάρω
- αβατζάρα - αβαντζάρω
- νιβαζάρισε - αβαντζάρω
- αβαντσάρου - αβαντζάρω
- αβατζάρω - αβαντζάρω
- αβαντζάρω - αβαντζάρω
- αβατζάρω - αβαντζάρω
- αβατζάρει - αβαντζάρω
- αβατζέρνω - αβαντζάρω
- αβατζέρνει - αβαντζάρω
- βατζέρω - αβαντζάρω
- αφιδάρω - αβαντζάρω
- αβαντζο-ρω - αβαντζάρω
- αβαντζάρω - αβαντζάρω