Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,''

Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,''

  1. Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,''
  2. Ψηφιακό τεκμήριο
  3. Παραδόσεις ΚΕΕΛ
  4. Ερωτόκριτος, Ιωάννης
  5. Κύπρος
  6. 1920
  7. Ελληνική - Κοινή ελληνική
  8. gre
  9. Αναφορά Δημιουργού-Μη Εμπορική Χρήση-Όχι Παράγωγα Έργα 4.0 Διεθνές
  10. https://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/4.0/deed.el
  11. Παραδόσεις
  12. Παραδόσεις ΚΣΤ΄ - ΛΣΤ΄
  13. Αρ. 339, 14, Κύπρος, Ιω. Ερωτόκριτος
  14. 339
  15. Αρχείο χειρογράφων
  16. Νεκροί
  17. Παράδοση ΛΣΤ
  18. 146669/Κύπρος