Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,''
Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,''
Ανακατσ'ώ = αηδιάζω. Μεταφ : φοβούμαι τα πνεύματα ''άραξα που τα μνήματα τζ' ανακάτσασεν η καρκιά μου'' ''ήν ανακατσιασμένος τόπος τα μνήματα την νύκταν,'' - Identifier: 542561
Internal display of the 542561 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)

Loading..