Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στ…
Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στ…
Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στο δρόμο διψασμένο θα τον δίν’ς. Ύστερα θα ξαναγυρίζ’ς. Απάν’ στα τρία χρόνια πέρασ’ ένας δρομή. «Σταμάτα να σ’ δώσω νερό». – Όχι – Σταμάτα να πιής νερό! Άει στον κόρακα! Που πααίν΄ς. Σκέφτηκε τότε: Ενενήντα εννιά κι έναν εκατό. Του ‘ριξε τον σκότωσε. Αμέσως μι του φόνου, έπεσ’ η αλυσσίδα κι είδι και το δέντρο με φύλλα. Κι διαδίδεται πως από κει έγινε το ξύλο του σταυρού. (Εκείνος ήταν προδότης κι επήαινε να προδώσ’ στους κλέφτες, να κάψ’νε τα χωριά).
Ήταν ένας ξερός δέντρος κι πήγι ένας ληστής κι ξεμουλοήθ’κε. Τ’ λέει ο πνευματ΄κός. Κρέμασι μια αλυσσίδα στο λιμό και θα σ’χουρηθής άμα πέσει η αλ’σίδα. Είχε 99 σκοτωμένους ανθρώπους. Θα παίρνης ένα ποτήρ’ νερό και θα πααίν’ς να ποτίζης τον δέντρο τον ξερό κι άμα ανθίσ’ τότε θα σ΄χωρηθής. Αν βρης στ… - Identifier: 540825
Internal display of the 540825 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)