Ήσαν δύο χωρικοί και είχαν συνεννοηθή να σηκωθούν το πρωΐ να πάνε στο δάσος για ξύλα. Τότε τα εκλέβανε την νύκτα από το βουνό του Κρατερού, ορεινόν χωρίον κείμενον εις απόστασιν. Τα μεσάνυχτα πηγαίνει ο δαίμονας στο σπίτι του ενός και του φωνάζει με το όνομά του να σηκωθή, διότι ξημέρωσε. Σηκώνεται …
Ήσαν δύο χωρικοί και είχαν συνεννοηθή να σηκωθούν το πρωΐ να πάνε στο δάσος για ξύλα. Τότε τα εκλέβανε την νύκτα από το βουνό του Κρατερού, ορεινόν χωρίον κείμενον εις απόστασιν. Τα μεσάνυχτα πηγαίνει ο δαίμονας στο σπίτι του ενός και του φωνάζει με το όνομά του να σηκωθή, διότι ξημέρωσε. Σηκώνεται …
Ήσαν δύο χωρικοί και είχαν συνεννοηθή να σηκωθούν το πρωΐ να πάνε στο δάσος για ξύλα. Τότε τα εκλέβανε την νύκτα από το βουνό του Κρατερού, ορεινόν χωρίον κείμενον εις απόστασιν. Τα μεσάνυχτα πηγαίνει ο δαίμονας στο σπίτι του ενός και του φωνάζει με το όνομά του να σηκωθή, διότι ξημέρωσε. Σηκώνεται αυτός, ετοιμάζει το άλογον του, ξεκινάει και πηγαίνει στο δάσος. Στο δρόμον όμως αναστέναζε το άλογον, επειδή ήταν απάνω ο δαίμονας. Τον πηγαίνει πάνω από τον Εθνικόν, χωρίον παρά τα ελληνοσερβικά σύννορα. Τον επήγαινε όχι προς το δάσος, όπου θα έκοβε τα ξύλα, αλλά προς ένα μεγάλον λάκκον λεγόμενον «σιν βίρ» (- γαλάζιον βούρκον). Ενώ ήταν έτοιμος ο διάβολος να τον ρίξη στον λάκκον, κικιρίκου. Ελάλησε ο πετεινός, φεύγει ο δαίμονας και έτσι εσώθηκεν ο χωρικός.
Ήσαν δύο χωρικοί και είχαν συνεννοηθή να σηκωθούν το πρωΐ να πάνε στο δάσος για ξύλα. Τότε τα εκλέβανε την νύκτα από το βουνό του Κρατερού, ορεινόν χωρίον κείμενον εις απόστασιν. Τα μεσάνυχτα πηγαίνει ο δαίμονας στο σπίτι του ενός και του φωνάζει με το όνομά του να σηκωθή, διότι ξημέρωσε. Σηκώνεται … - Identifier: 536778
Internal display of the 536778 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)