αμπαλσάμωτος/ αμπαλτσαμάριστος - αβαλσάμωτος

αμπαλσάμωτος/ αμπαλτσαμάριστος - αβαλσάμωτος

  1. αμπαλσάμωτος/ αμπαλτσαμάριστος
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβαλσάμωτος
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο