μπακίζω - αβακίζω

μπακίζω - αβακίζω

  1. μπακίζω
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβακίζω
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο