άβακα - αβάκα

άβακα - αβάκα

  1. άβακα
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. αβάκα
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο