αάσμαν - άγιασμα

αάσμαν - άγιασμα

  1. αάσμαν
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. άγιασμα
  5. Ελληνικά
    • Πρωτότυπο