τζίζει - εγγίζω

τζίζει - εγγίζω

  1. τζίζει
  2. Ψηφιακό τεκμήριο (Δελτίο)
  3. Δελτία ΚΕΝΔΙ-ΙΛΝΕ
  4. εγγίζω
  5. Αρβανίτικα
    • Πρωτότυπο