Οι Κολοκοτρωναίοι είχανε φίλους στο Παλιοχώρι [το Παλαιοχώρι βρίσκεται δίπλα στη Δημητσάνα], που τους εδίνανε τροφές. Μια μέρα επήγανε στο Παλιοχώρι, αλλά δε βρήκανε τους φίλους τους κι έτσι ανεβήκανε στο μοναστήρι των Αιμυαλών. Οι Κολοκοτρωναίοι επήγανε να ζητήσουνε ψωμί στο μοναστήρι, ενώ ηξέρανε …
Οι Κολοκοτρωναίοι είχανε φίλους στο Παλιοχώρι [το Παλαιοχώρι βρίσκεται δίπλα στη Δημητσάνα], που τους εδίνανε τροφές. Μια μέρα επήγανε στο Παλιοχώρι, αλλά δε βρήκανε τους φίλους τους κι έτσι ανεβήκανε στο μοναστήρι των Αιμυαλών. Οι Κολοκοτρωναίοι επήγανε να ζητήσουνε ψωμί στο μοναστήρι, ενώ ηξέρανε …
Οι Κολοκοτρωναίοι είχανε φίλους στο Παλιοχώρι [το Παλαιοχώρι βρίσκεται δίπλα στη Δημητσάνα], που τους εδίνανε τροφές. Μια μέρα επήγανε στο Παλιοχώρι, αλλά δε βρήκανε τους φίλους τους κι έτσι ανεβήκανε στο μοναστήρι των Αιμυαλών. Οι Κολοκοτρωναίοι επήγανε να ζητήσουνε ψωμί στο μοναστήρι, ενώ ηξέρανε ότι τους είχανε αποκηρύξει. Λίγο πριν φτάσουνε στο μοναστήρι υπήρχε το αμπέλι του μοναστηριού, όπου εκλάδευε ένα καλόγερος. Ο καλόγερος τους είπε πως θα τους φέρει ψωμί, αλλά τελικά τους επρόδωσε. Έχουνε βγάλει και τραγούδι γι’ αυτό
Πληροφορητής: Σπύρος Σεργόπουλος
Το τραγούδι σελ. 646
«Καλόγερος εκλάδευε στης Αιμιαλούς τ’ αμπέλι
κι οι κλέφτες τον αγνάντευαν από ψηλή ραχούλα
από μακριά τον χαιρετούν κι από κοντά του λένε:
Ψωμί κρασί καλόγερε να φάν’ τα παλικάρια
Κοπιάστε απάνου στο ληνό να κάνετε λημέρι.
Τήρα καλά, καλόγερε, να μη μας μαρτυρήσεις
σου κόβει ο Γιώργης τα μαλλιά κι ο Γιάννης το κεφάλι
Και κείνος πείσμα το ‘βάλε, πολύ του ‘κακοφάνη
τους άφησε και ξέγνοιασαν και πάει στη Δημητσάνα.
Ευθύς ντελάλη έβαλε σε τρεις μεριές στη χώρα.
Μεσ’ στο ληνό γιατάκιασα τους Κολοκοτρωναίους,
μικροί μεγάλοι στ’ άρματα να πάμε για τους κλέφτες.
Από μακριά τους έζωσαν κι από κοντά τους λένε:
- Έβγα Ζορμπά προσκύνησε μ’ όλη τη συντροφιά σου
να σου χαρίσω τη ζωή και σεν’ και τα παιδιά σου.
- Πως με περνάς Μπουλούμπαση, να βγω να προσκυνήσω
που ’γώ ’μ’ ο Γιάννης ο Ζορμπάς κι αν σου βαστά ζυγώνεις.
Δεν κόταγαν να πάν’ κοντά τους έτρωγε το φίδι.
Μα όσα φτερά και πούπουλα έχει η μαύρη η κότα
τόσα ντουφέκια πέφτανε μες στου ληνού την πόρτα.
Ρίξαν φωτιά μες’ στο ληνό κουβάρια θειαφοκέρι.
Πιάσαν οι κληματόβεργες κι ο Γιάννης τραγουδάει:
- Τώρα να δεις Μπουλούμπαση να ιδείς πως προσκυνάνε
δεν είναι μια δεν είναι δυο που σ’ έκαμ’ άνω κάτω,
που σ’ έκανα σαν το λαγό Μπουλούμπαση να τρέμεις.
Πολλές φορές τα γιόμισες πάλαι θα τα γιομίσεις.
Και το ντουφέκι τ’ άδειασε και κάνει ένα γιουρούσι.
Τρεις μπαταριές του ρίξανε και πέφτει λαβωμένος
και η φωτιά τον έζωσε και τ’ άρματα δεν πιάνουν.
Του ρίχνουν κι άλλη παταριά και μούγκριζε σα λύκος.
- Αφήνω γεια συντρόφοι μου, με φάγαν οι μουρτάτες.
Ο Θοδωρής αγνάντευε ψηλά ’πο την Κλινίτσα.
Σήκω, φόρτω να φύγουμε, στο Ζάκυνθο να πάμε,
τι μας εζώσαν τα σκυλιά, οι άπιστοι μουρτάτες.»
Οι Κολοκοτρωναίοι είχανε φίλους στο Παλιοχώρι [το Παλαιοχώρι βρίσκεται δίπλα στη Δημητσάνα], που τους εδίνανε τροφές. Μια μέρα επήγανε στο Παλιοχώρι, αλλά δε βρήκανε τους φίλους τους κι έτσι ανεβήκανε στο μοναστήρι των Αιμυαλών. Οι Κολοκοτρωναίοι επήγανε να ζητήσουνε ψωμί στο μοναστήρι, ενώ ηξέρανε … - Identifier: 373723
Internal display of the 373723 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)