Δυο αδέλφια παντρεμένα ο ένας είχε ένα παιδί και ο άλλος καθόλου. Ήταν τσελιγκάδες και είχαν κάνει τα λεφτά τους σε χρυσά. Φοβόντουσαν μήπως ο Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του κάνει επιδρομή και αρπάξει και ρημάξει και τις πέτρες. Για να φυλάξουν την περιουσία τους και για να γλυτώσουν οι ίδιοι έκριναν…
Δυο αδέλφια παντρεμένα ο ένας είχε ένα παιδί και ο άλλος καθόλου. Ήταν τσελιγκάδες και είχαν κάνει τα λεφτά τους σε χρυσά. Φοβόντουσαν μήπως ο Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του κάνει επιδρομή και αρπάξει και ρημάξει και τις πέτρες. Για να φυλάξουν την περιουσία τους και για να γλυτώσουν οι ίδιοι έκριναν…
Δυο αδέλφια παντρεμένα ο ένας είχε ένα παιδί και ο άλλος καθόλου. Ήταν τσελιγκάδες και είχαν κάνει τα λεφτά τους σε χρυσά. Φοβόντουσαν μήπως ο Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του κάνει επιδρομή και αρπάξει και ρημάξει και τις πέτρες. Για να φυλάξουν την περιουσία τους και για να γλυτώσουν οι ίδιοι έκριναν καλό να φύξουν στα ξένα. Το όμβολα (χρήματα χρυσά) δεν μπορούσαν να τα πάρουν κοντά. Βάλανε τα όμβολα σε ένα λεβέτι και σκάψανε μια γούβα δίπλα σε μια εκκλησιά την Αγία Τριάδα, χώσανε το λεβέτι στη γούβα, πρωτού το κουκουλώσουν, ο αδελφός που δεν είχε παιδιά δίνει ένα δυνατό χαστούκι στο μικρό παιδί του αδελφού του. -Τα βλέπεις; Να θυμηθής να έρθης να τα πάρης. Το παιδί από το μπάτσο ζαλίστηκε και έπεσε κάτω. Παρεξηγήθηκε ο πατέρας του και χύμηξε να κτυπήση τον αδελφό του γιατί του μπάτσισε το παιδί. Τότες του λέει ο αδελφός του, ρε κουτέ τον κτύπησα μήνα ζήση και ρθη και τα πάρη. Σηκωθήκαν και φύγαν άγνωστο πού. Μετά από 40 χρόνια το παιδί θυμήθηκε τη τοποθεσία που έφαγε το χαστούκι, και ξεκίνησε ήρθε στους Μολάους παίρνει έναν αγωγιάτη και τον έφερε μέχρι τη Μπίλιζα τον πλήρωσε και τον έδιωξε. Μόλις έφτασε μόνος του απέξω από το χωριουδάκι τα Πιστάματα άλλαξε μονοπάτι και πήρε τη συρρμή για τη μεγάλη ρίζα αλλά δεν πρόλαβε να πάη 100 μέτρα σηκώθηκε μια σφοδρή ανεμοθύελλα που ξερίζωνε και τις πέτρες. Δοκίμασε να προχωρήση αλλά στούμ[…]ια, κοτρώνια, χαλίκια του ρχόντουστν στο κεφάλι. Έκανε σούρνωντας να προχωρήση αλλά δυνάμωνε πιο πολύ. Αναγκάστηκε να γυρίση πίσω και πήγε στα Κοκκορέικα με την ελπίδα να πάη ταχιά μήνα ο καιρός τον αφήση να πάη. Σύνταχα την άλλη μέρα ξεκίνησε για τη μεγάλη ρίζα, μόλις έφτασε στο ίδιο μέρος ο αέρας φύσαγε χειρότερα από την προηγούμενη. Έκανε κάμποσες προσπάθειες για να πάη, μετά από τόσους κόπους που έκανε για να ρθη ως τη μεγάλη ρίζα, στλαθηκε ακατόρθωτο οι πέτρες τού άνοιξαν το κεφάλι, απελπισμένος γύρισε και έφυγε. Μόλις έφθασε κοντά στο χωριό στα Κοκκορέϊκα βρήκε ένα γέρο, και μια και δεν υπήρχε ελπίδα να τα πάρη ο ίδιος λέει του γέρου γέρο τος και τος εγώ ήρθε για αυτό αλλά δεν μ' αφήνη μια δύναμη να προχωρήση μόλις πλησιάζω όλα σηκώνονται και μου σπάζουν το κεφάλι, μόλις ξεμακραίνω ο αέρας σταματάει τι πράγμα είναι αυτό. Ο γέρος τού λέει ότι τα όμβολα γυιε μου στοιχειώσανε, γίναν βλυσίδι και ο αράπης που τα φυλάει δεν αφήνη να τα πάρης σήκω και φύγε να μη χαθής και συ. Τότε του είπε του γέρου το μέρος που είχαν το θησαυρό και άμα ήθελε να πήγαινε να τα έπαιρνε. Ο γέρος ύστερα από λίγες μέρες πέθανε, και τα λεφτά είναι εκεί ακόμα. Μάλλον κάναν ανασκαφές, απάνω από το λεβέτι τα δύο αδέλφια είχαν ρήξει κάρβουνα και τα λεφτά τα φυλάει ο Αράπης και τα βγάζει στη βοσκή και την ώρα που περνάνε ακούγουνται γκραν-γκρούγια. Λένε ότι όταν περνάν χωρίς να μιλήσης να πετάξης μια μαύρη κάππα και την άλλη μέρα μόνος να πας να σκάψης και όσα έχουν σκεπαστή θα τα βρης.
Πληροφορητής: Δρίβας, ΓεώργιοςΙδιότητα συλλογέως τη στιγμή της συλλογής: Μαθήτρια Ε΄ τάξης Γυμνασίου Μολάων.Πρόκειται για μια τυπική παράδοση από αυτές που αναφέρονται σε κρυμμένους θησαυρούς. Με την χρονική όμως τοποθέτησή της στην περίοδο της εκστρατείας του Ιμπραήμ, ουσιαστικά ανανοηματοδοτείται και δηλώνει τον τρόπο με τον οποίο οι καταστροφές που προκλήθηκαν από αυτόν και τα στρατεύματά του καταγράφηκαν στην λαϊκή μνήμη. Γϊνεται επίσης μεταφορά και σε μετακινήσεις πληθυσμών προκειμένου να αποφύγουν τις επαπειλούμενες καταστροφές. Κρύψιμο χρημάτων αναφέρεται και σε άλλη παράδοση από τους Μολάους. Εκεί οι Τούρκοι φοβούνται πως θα ηττηθούν από τους Έλληνες και με την έναρξη της επανάστασης κρύβουν χρήματα για να μπορούν αργότερα να ζήσουν. Είναι στην παράδοση για τα Τουρκόπουλα που παρέμειναν και βαπτίστηκαν χριστιανοί. Πρόκειται προφανώς για γνωστό στην περιοχή αφηγηματικό μοτίβο που ανανοηματοδοτείται ανάλογα με τις ανάγκες που καλείται να καλύψει η εκάστοτε παράδοση.
Δυο αδέλφια παντρεμένα ο ένας είχε ένα παιδί και ο άλλος καθόλου. Ήταν τσελιγκάδες και είχαν κάνει τα λεφτά τους σε χρυσά. Φοβόντουσαν μήπως ο Ιμπραήμ με τα στρατεύματά του κάνει επιδρομή και αρπάξει και ρημάξει και τις πέτρες. Για να φυλάξουν την περιουσία τους και για να γλυτώσουν οι ίδιοι έκριναν… - Identifier: 373533
Internal display of the 373533 entity interconnections (Node labels correspond to identifiers)