ἀμπελαξινάρι

ἀμπελαξινάρι

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀμπελαξινάρι
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀμπελαξινάρι τὸ ἀμάρτ. ἀμπελοξινάρι Πελοπν. ἀμπελοξίναρο Ζάκ.
  8. Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ ἀξινάρι, παρ᾿ὃ καὶ ᾿ ξινάρι, ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπελαξίνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρι. (I) .
  9. Σημασιολογία: Ἀμπελαξίνα, ὅ ἰδ.