- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀμπελαξινάρι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀμπελαξινάρι τὸ ἀμάρτ. ἀμπελοξινάρι Πελοπν. ἀμπελοξίναρο Ζάκ.
- Ἐκ τῶν οὐσ. ἀμπέλι καὶ ἀξινάρι, παρ᾿ὃ καὶ ᾿ ξινάρι, ἢ ἐκ τοῦ οὐσ. ἀμπελαξίνα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –άρι. (I) .
-
Σημασιολογία:
Ἀμπελαξίνα, ὅ ἰδ.