- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἁλώνα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἁλώνα ἡ, Κρήτ. Λέσβ.
- Μεγεθ. τοῦ οὐσ. ἁλώνι.
-
Σημασιολογία:
Μεγα ἁλώνιον ἔνθ΄ἀν.: ᾎσμ.
Kodὸ καὶ δὲν εὑρέθηκε κώστὴ μὲ τὴ βελόνα
νὰ ράψῃς τὴ bατζάκα σου ἁπού ‘ναι σὰν ἁλώνα;
(σκωπτικόν. κοdὸ=ἆραγε)Κρήτ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Κύθν. Ρόδ.