- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- βαρκοκάικα τά
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- βαρκοκάικα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
- Ἐκ τῶν οὐσ. βάρκα καὶ καΐκι.
-
Σημασιολογία:
Λέμβοι καὶ ἱστιοφόρα: ᾎσμ. Νὰ φέρν’ ἁμάξι τὸ κερὶ κιˬ ἁμάξι τὸ λιβάνι καὶ μὲ τὰ βαρκοκάικα νὰ κουβαλῶ τὸ λᾴδι.