βαρκοκάικα τά

βαρκοκάικα τά

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. βαρκοκάικα τά
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. βαρκοκάικα τά, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
  8. Ἐκ τῶν οὐσ. βάρκα καὶ καΐκι.
  9. Σημασιολογία: Λέμβοι καὶ ἱστιοφόρα: ᾎσμ. Νὰ φέρν’ ἁμάξι τὸ κερὶ κιˬ ἁμάξι τὸ λιβάνι καὶ μὲ τὰ βαρκοκάικα νὰ κουβαλῶ τὸ λᾴδι.