- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπότρυπα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλεπότρυπα ἡ, σύνηθ. ἀλεπότρυπα Πελοπν. (Ἀργολ. Γύθ. Κορινθ. Λακων. Μάν. Οἰν. κ.ἀ.) ἀλουπότρυπα Πελοπν. (Βασαρ.) ἀλ’πότρυπα Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀλ’πότρουπα Πελοπν. (Ἀρκαδ. Καλάβρυτ. Πάτρ. Στρέζ.) ἀλεπουδότρυπα ἀγν. τόπ.
- Ἐκ τῶν οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τρῦπα. Τὸ ἀλεπουδότρυπα ἐκ τοῦ θέμ. τοῦ πληθ. ἀλεποῦδες.
-
Σημασιολογία:
Τρῦπα, φωλεὰ ἀλώπεκος ἔνθ’ ἀν.: Ὁ σκατζόχερος σὲ λίγο ηὗρε μιὰ ἀλ’πότρουπα κ’ ἐπῆγε γιˬὰ νὰ μπῇ μέσα (ἐκ παραμυθ.) Πάτρ. Γλέπω Ἕναν καὶ πετε͜ιέται ἀπὸ τὴν ἀλουπότρυπα μὲ ἕνα χεροκάκκαβο ’ς τὸ κεφάλι (ἐκ παραδ.) Βασαρ. Συνών. * ἀλεποκοίτης Ι, ἀλεποφωλεˬά. Πβ.ἀλεπόσπηλο.Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλεπότρουπα Ἀργόλ. Λακων. Μάν. Ἀλ’πότρυπα Αἰτωλ. Ἤπ. Ἀλεπὸτρουπες Γύθ. Ἀλ’πότρυπις Αἰτωλ. Ἤπ. Ἀλ’πότρουπες Καλάβρυτ. Στρέζ.