- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπιτσερὸ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλεπιτσερὸ τό, ἀλιπιτσερὸ Παξ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεπίτσα καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ερό.
-
Σημασιολογία:
Τόπος ἔνθα φύεται τὸ φυτὸν ἀλεπίτσα 3.