- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπίτσα
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλεπίτσα ἡ, ἀμάρτ. ἀλωπίτσα (Παρνασσ. 8, 698) ἀλουπίτσα Λεξ. Γαζ. (λ. ἀλωπέκιον) ἀλιπίτσα Παξ. ἀλ’πίτσα Μακεδ. (Ἀνασελ.)
- Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ίτσα.
-
Σημασιολογία:
1)Μικρὰ ἀλώπηξ (Παρνασσ. 8, 698) – Λεξ. Γαζ. ἔνθ’ ἀν.Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀλεπάκι 2) Εἶδος σταφυλῆς μὲ ἐπιμήκεις βότρυς ὁμοίους πρὸς οὐρὰν ἀλώπεκος, ἡ τῶν ἀρχ. ἀλωπεκὶς (ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λαογρ. 9 <1926> 445) Μακεδ. (Ἀνασελ.)Συνών. ἀλεποουρὰ 2.3) Φυτόν τι, ἐκ τοῦ ὁποίου κατασκευάζονται σάρωθρα Πάξ.[**]