- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπίτικα
- Λήμμα
- Επίρρημα
- ἀλεπίτικα ἐπίρρ. Θρᾴκ.
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλεπίτικος.
-
Σημασιολογία:
Πονήρως, ὑπούλως : Μὲ κοιτάζειἀλεπίτικα. Τὰ ’κλεψε ἀλεπίτικα.