- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπιˬὰ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- ἀλεπιˬὰ ἡ, ἀμάρτ. ἀλουπκιˬὰ Κύπρ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλέπι, παρ’ ὃ καὶ ἀλούπι.
-
Σημασιολογία:
Πανουργία, πονηρία. : Σὰν ἀλουπκιˬὰ φαίνεται ἡ δουλε͜ιὰ ποῦ σοῦ ἐκατάφερεν. || Φρ. Παίζει ἀλουπκιˬὲς (ἐπὶ τοῦ ὑποκριτοῦ καὶ δολίου). Συνών. ἀλεπήσιˬος 2. ἀλεπότη, ἀλεπουδιˬά, ἀλεπωσύνη.Πβ. ἀλεπογανεˬά.