- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλέπι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλέπι τό, Ἤπ. Θρᾴκ. κ.ἀ. ἀλούπιν Κύπρ. ἀλούπι Εὔβ. (Στρόπον.) Ζάκ. Ἤπ. Ἰων. (Σμύρν.) Καππ. (Σίλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Πελοπν. (Λάστ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βυζ. ἀλούπ’ Θρᾴκ. (Αἶν.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ἀλούπις ὁ, Πελοπν. (Στεμν.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεπός. Διὰ τὸ ἀρσ. ἀλούπις πβ. τὸ στόμα καὶ ὁ 'στόμας, τὸ ἀθότυρο καὶ ὁ ἀθότυρος κττ.
-
Σημασιολογία:
1)Ἀλώπηξ Ζάκ. Ἤπ. Θρᾴκ. (Αἶν.κ.ἀ.) Ἰων. (Σμύρν.) Καππ. (Σίλ.) Κέρκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Πελοπν. (Λάστ. Στεμν. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. : Τ’ἀλούπιν ἔβγαλεν τ’ ἀμ-μάδκιˬα τοῦ γαδάρου (ἐκ παραμυθ.) Κύπρ. Οὐλουτζίματα ἀλουπιˬῶν (ὠρυγαὶ ἀλωπέκων ) Σίλ. || Φρ. Εἶναι ἀλοὺπι (ἐπὶ τοῦ εὐφυοῦς, πονηροῦ καὶ πανούργου διὰ τὴν γνωστὴν τῆς ἀλώπεκος πανουργίαν, τὸ τελώνιον τῆς γῆς, τὸ ὀχτρομούτσουνον (ἐξ ἐπῳδ.) Κύπρ. || ᾌσμ.
Ξυπνᾷ τ’ ἀλάφιˬα γιˬὰ βοσκή, τ’ἀλούπιˬα γιˬὰ κυνήγι
Σμύρν.
Κράζει τ’ἀλάφιˬα ’ς τὴ βοσκή, τ’ἀλοῦπιˬα ’ς τὸ κυνήγι
Ἤπ.
Ἔρθε τ’ἀλέπι, | ἔφαε τὸ πετείνι,
ποῦ ’λάλει καὶ ξύπνα | τὸ δόλιˬο τὸ γέρω
Ἤπ.
Θέ μου, μὴ κράξῃ ὁ κόκορας καὶ ξημερώσ’ ἡ μέρα
κ’ ἐκεῖνος ὁ πεντέρημος ἄρχισε νὰ λαλάῃ,
ἀλούπις νὰ τὸν φάῃ
Στεμν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. *ἀλέπα.Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλούπις καὶ ἐπών. 2) Δέρμα ἀλώπεκος Ἤπ. Πελοπν. (Λάστ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. – Λεξ. Βυζ. Συνών.ἰδ. ἐν λ. *ἀλεπεˬά.
Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλούπι καὶ ὡς τοπων Πελοπν. (Ἀρκαδ.)