ἀλεπήσιˬος

ἀλεπήσιˬος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεπήσιˬος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλεπήσιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλουπήσιˬους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.κ.ἀ.) ἀλ’πήσιˬους Ἤπ. Οὐδ. ἀλεπέ’ τό, Πόντ. (Σάντ.) Πληθ. ἀλεπέ τά, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
  7. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος.
  8. Σημασιολογία: 1) Ὁ ἀνήκων εἰς ἀλώπεκα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) : Ἀλ’πήσιˬου τουμάρ’ Ἤπ. Ἀλουπήσιˬου γ’ναρ’κὸ Καστορ. 2) Τὸ οὐδ. ἐνικ. καὶ πληθ. οὐσ., προσποιήσεις, πανουργίαι Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.κ.ἀ.) : Φρ. Ποίω ἀλεπέ (ποιῶ ἀλ. ἤτοι προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, πανουργεύομαι) Κερασ. Εὐτάγω ἀλεπέ (κάμνω κτλ.) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἀλεπιˬά.