- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπήσιˬος
- Λήμμα
- Επίθετο
- ἀλεπήσιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ. ἀλουπήσιˬους Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Μακεδ. (Καστορ.κ.ἀ.) ἀλ’πήσιˬους Ἤπ. Οὐδ. ἀλεπέ’ τό, Πόντ. (Σάντ.) Πληθ. ἀλεπέ τά, Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ. κ.ἀ.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –ήσιˬος.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ἀνήκων εἰς ἀλώπεκα Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. κ.ἀ.) Ἤπ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) : Ἀλ’πήσιˬου τουμάρ’ Ἤπ. Ἀλουπήσιˬου γ’ναρ’κὸ Καστορ. 2) Τὸ οὐδ. ἐνικ. καὶ πληθ. οὐσ., προσποιήσεις, πανουργίαι Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Τρίπ. Χαλδ.κ.ἀ.) : Φρ. Ποίω ἀλεπέ (ποιῶ ἀλ. ἤτοι προσποιοῦμαι, ὑποκρίνομαι, πανουργεύομαι) Κερασ. Εὐτάγω ἀλεπέ (κάμνω κτλ.) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἀλεπιˬά.