- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπέντζω
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- *ἀλεπέντζω ἡ, ἀλ’πέντζου Στερελλ. (Πλάτ.)
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –έντζω. Διὰ τὴν κατάλ. πβ. καὶ γρα͜ιὰ - γρα͜ιέντζω κττ.
-
Σημασιολογία:
Ἀλώπηξ. Συνών. ἰδ ἐν. λ. *ἀλέπα.