ἀλεπέντζω

ἀλεπέντζω

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεπέντζω
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. *ἀλεπέντζω ἡ, ἀλ’πέντζου Στερελλ. (Πλάτ.)
  8. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –έντζω. Διὰ τὴν κατάλ. πβ. καὶ γρα͜ιὰ - γρα͜ιέντζω κττ.
  9. Σημασιολογία: Ἀλώπηξ. Συνών. ἰδ ἐν. λ. *ἀλέπα.