- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπεˬὰ
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Θηλυκό
- *ἀλεπεˬὰ ἡ. ἀμάρτ. ἀλουπκεˬὰ Κύπρ.
- Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –εˬά.
-
Σημασιολογία:
Δέρμα ἀλώπεκος. Συνών. ἀλέπι 2, ἀλεπὸς 2, ἀλεποτόμαρο, ἀλεποῦ 2, ἀλεπουδέρα. Πβ. ἀλεπόγουνα. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλουπεˬὰ Πελοπν. (Καλάβρυτ.) Ἀλουπκεˬὲς Κύπρ.