- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλεπάκι
- Λήμμα
- Ουσιαστικό
- Ουδέτερο
- ἀλεπάκι τό, ἀμάρτ. ἀλουπάκι Κεφαλλ. κ.ἀ. – Λεξ. Γαζ. (λ. ἀλωπέκιον) ἀλ’πά’ Στερελλ. (Φθιῶτ.)
- Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. ἀλεποῦ.
-
Σημασιολογία:
Τὸ νεογνὸν τῆς ἀλώπεκος ἢ μικρὰ ἀλώπηξ. Συνών. ἀλεπέλλι, ἀλεπίτσα 1, ἀλεπίτσος, *ἀλεπόπικο, ἀλεπόπουλλο, ἀλεπουδάκι, *ἀλεπουδέλλα, ἀλεπουδέλλι, ἀλεπούδι 1, ἀλεπούλλι.Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Ἀλ’πάκ’ καὶ τοπων Στερελλ. (Φθιῶτ.)