ἀλεοῦσα

ἀλεοῦσα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεοῦσα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. ἀλεοῦσα ἡ, ἀμάρτ.ἀλιοῦσα Αἰτωλ. (Ἀκαρναν.)
  8. Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀλόη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. –οῦσα.
  9. Σημασιολογία: Τὸ φυτὸν κενταύριον τὸ λεπτοανθὲς (centauriontenuiflorum)τῆς τάξεωςτῶν γεντιανωδῶν (gentianaceae), πικρὸν ὡς ἡ ἀλόη (ἰδ. ΘΧελδράιχ 60). [**]