ἀλεξᾶτο

ἀλεξᾶτο

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλεξᾶτο
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Ουδέτερο
  7. ἀλεξᾶτο τό, Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.)
  8. Ἀγνώστου ἐτύμου.
  9. Σημασιολογία: Εἶδος σταφυλῆς, τὸ ὁποῖον ἔχει μεγάλας ρᾶγας ξανθὰς καὶεὐώδεις.[**]