- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- Ἀλεξαντρινὸς
- Λήμμα
- Επίθετο
- Ἀλεξαντρινὸς ἐπίθ. σύνηθ.’Λεξαντινὸς Θρᾴκ.
- Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐπιθ. Ἀλεξανδρινός.
-
Σημασιολογία:
Ἀλεξαντρε͜ιανὸς 1, ὃ ἰδ.: ᾌσμ.
Κ’ ἔχω Ἀλεξαντρινὸ παννὶ σαράντα πέντε πῆχες,
τοὶς πέντε βάζω γιˬὰ ξαντό, τοὶς ἄλλες τυλιγάδι.
Ἤπ.
Πουλλάκι μου Ἀλεξαντινό, ’ς τὸν κόσμο ζηλεμένο
Θρᾴκ. Ἡ λ. καὶ ὡς παρωνύμ. Κεφαλλ.