Ἀλεξαντρῖνα

Ἀλεξαντρῖνα

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. Ἀλεξαντρῖνα
  4. Λήμμα
  5. Ουσιαστικό
  6. Θηλυκό
  7. Ἀλεξαντρῖνα ἡ, Κύπρ.
  8. Ἐκ τοῦ κυρίου ὀν. Ἀλέξαντρος καὶ τῆς ἀνδρωνυμικῆς καταλ. -ῖνα.
  9. Σημασιολογία: Ἡ σύζυγος τοῦ Ἀλεξάνδρου (ἐνν. τοῦ Μεγάλου) : Ἅγιε Μάμα . . . ποῦ θέλησες νὰ κάμετε συμπεθ-θερκὰν μὲ τὸν Ἀλέξαντρον τσαὶ τὴν Ἀλεξαντρῖναν του (ἐξ ἐπῳδ.)