- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- Ἀλεξαντρε͜ιανὸς
- Λήμμα
- Επίθετο
- Ἀλεξαντρε͜ιανὸς ἐπίθ. σύνηθ.
- Ἐκ τοῦ μεταγν. ἐθνικοῦ ὀν. Ἀλεξανδρειανός.
-
Σημασιολογία:
1) Ὁ ἐξ Ἀλεξανδρείας προερχόμενος, ἐπί τινων πραγμάτων ἐξαιρετικῶν διὰ τὴν προέλευσίν των καὶ δὴ πολυτιμοτέρων πως πολλαχ. : ᾌσμ.
Ἀργυρό μου χτένο κι ’Αλεξαντρε͜ιανό,
σῦρε ἀνέσιˬα ἀνέσιˬα κ’ ἔλα ἀγάληˬα ἀγάληˬα
Πελοπν. (Κυνουρ.)
Σκουλήκι μ’ Ἀλεξαντρε͜ιανὸν καὶ μυῖγα μ’ ἀτσημένιˬα,
μὴ φάτε φρύδgιˬα ζ-ζουλευτά, μ-μάτιˬα ζ-ζουγραφισμένα
(μοιρολ.) Χίος (Καρδαμ.) Συνών. Ἀλεξαντρινός, Ἀλεξινός. 2) Τὸ οὐσ. οὐσ. εἶδος σταφυλῆς Νάξ. (Φιλότ.)