ἀλένιˬος

ἀλένιˬος

  1. Ψηφιακό τεκμήριο
  2. Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
  3. ἀλένιˬος
  4. Λήμμα
  5. Επίθετο
  6. ἀλένιˬος ἐπίθ. ἀμάρτ.ἀλένος Θρᾴκ.
  7. Πιθανῶς ἐκ τοῦ Τουρκ. al (ἐρυθρὸς) καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. - ένιˬος.
  8. Σημασιολογία: Ἐρυθρός. Συνών. κόκκινος.