- Ψηφιακό τεκμήριο
- Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
- ἀλενίζω
- Λήμμα
- Ρήμα
- ἀλενίζω Θρᾴκ. ἀλινίζου Θρᾴκ. (Κομοτ.)
- Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀλένιˬος.
-
Σημασιολογία:
Ἀποκτῶ χρῶμα ἐρυθρόν. Συνών. κοκκινίζω.